Δεν είμαστε θρησκεία, δεν είμαστε Χριστιανισμός. Είμαστε Εκκλησία, η Ορθόδοξη Εκκλησία, η «μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολική Ἐκκλησία» η οποία είναι πίστη σαρκωμένη, είναι αποκάλυψη, είναι φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο: «Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν».

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΘΕΟΠΑΤΟΡΕΣ ΙΩΑΚΕΙΜ & ΑΝΝΑ

Γράφει φοιτητής του Τμήματος Ποιμαντικής & Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ.

Η εορτή των Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης είναι μία εορτή που δίνει το μήνυμα της ελπίδας, της πίστης, της ολοκληρωτικής αφοσίωσης στον Θεό και της αγάπης. Θεοπάτορες σημαίνει ότι ήταν οι κατά σάρκα προπάτορες του Χριστού, παππούς και γιαγιά αντίστοιχα.
Ο Άγιος Ιωακείμ γεννήθηκε γύρω στο 85 π.Χ. στην Γαλιλαία, καθώς γενέτειρα της Παναγίας ήταν η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη ελληνική πόλη της Γαλιλαίας, η Σέπφωρις, σύμφωνα με την Παράδοση και τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Ήταν υιός του Ελιακείμ από την φυλή του Ιούδα και απόγονος του Προφητάνακτος Δαβίδ. Το όνομά του σημαίνει στα εβραϊκά «ο ανυψωθείς από το Θεό». Ήταν πλούσιος άνθρωπος και πολύ πιστός στον Θεό. Ένα μέρος της περιουσίας του το χάριζε στους φτωχούς, όπως επίσης, έκανε πολλές δωρεές στους Ιερείς και τον Ναό του Σολομώντος που ήταν το κέντρο της ιουδαϊκής λατρείας. Νυμφεύτηκε την Άννα, θυγατέρα του Ιερέως Ματθάν από την ιερατική φυλή του Λευΐ και της Μαρίας από την φυλή του Ιούδα.
Η Άγια Άννα γεννήθηκε γύρω στο 74 π.Χ. Είχε δύο αδελφές, την Μαρία, μητέρα της Σαλώμης, την Σοβή, μητέρα της Ελισάβετ, η οποία γέννησε τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και έναν αδελφό, τον Ιακώβ ή Ηλί, πατέρα του Μνήστορος Ιωσήφ. Το όνομά της σημαίνει στα εβραϊκά «χάρις, εύνοια».
Οι Άγιοι Θεοπάτορες ιδιώτευαν και κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ σε δική τους πολυτελή έπαυλη, κοντά στη δεξαμενή Βηθεσδά. Ζούσαν σύμφωνα με τον Νόμο του Θεού. Ήταν ευσεβείς και δίκαιοι. Αφιερώνονταν στην προσευχή και στην νηστεία, αναλίσκονταν στα έργα φιλανθρωπίας, κοσμούνταν από θείες αρετές. Ο βίος τους διακρινόταν από ταπείνωση και φόβο Θεού. Όμως η μεγάλη τους στεναχώρια ήταν η ατεκνία τους. Η Αγία Άννα ήταν στείρα και προχωρημένης ηλικίας. Για εκείνη την εποχή η ατεκνία για ένα ζευγάρι θεωρείτο όνειδος και κακό, όπως ο πόνος και θάνατος, καθώς πίστευαν πως αντέβαινε στην ευχή του Θεού «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε» και επέσυρε την οργή Του. Ανήκαν και οι δύο στην φυλή του Ιούδα, από την οποία, σύμφωνα με τους προφήτες θα προερχόταν ο Μεσσίας. Ανήκαν επίσης αμφότεροι στην μικρή μερίδα των ευσεβών Ιουδαίων, οι οποίοι περίμεναν με αδημονία και πίστη την έλευσή Του και εύχονταν να κατάγεται από την γενιά τους. Έτσι, τους στεναχωρούσε αφάνταστα το γεγονός ότι δεν αξιώνονταν να γίνουν οι πρόγονοι του Λυτρωτή και Σωτήρα του κόσμου. Αυτό, όμως δεν τους απέλπισε αλλά αύξανε την πίστη τους στον Θεό και Τον παρακαλούσαν νυχθημερόν να τους αξιώσει να γίνουν γονείς. Οι άτεκνοι θεωρούνταν από τους Ιουδαίους στιγματισμένοι από το Θεό και τα δώρα τους δεν γινόταν δεκτά από τους ιερείς του Ναού. Άρα, τα δύο πρώτα μηνύματα που παίρνουμε από την ζωή τους είναι η ελπίδα και η πίστη! Ότι στα δύσκολα δεν λύγισαν, ούτε απελπίστηκαν αλλά εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στον Θεό ο οποίος «ὅπου βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις»!
Σύμφωνα με την παράδοση και το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, μη κανονικό και απόκρυφο, καθώς πλησίαζε η περίοδος για τον εορτασμό της μεγάλης ιουδαϊκής εορτής της Σκηνοπηγίας. Η Σκηνοπηγία ήταν μεγάλη εορτή για τους Ιουδαίους, εορταζόταν ως ανάμνηση της πορείας του λαού στην έρημο μέχρι την γη της επαγγελίας. Ο χαρακτήρας της γιορτής ήταν κατεξοχήν αγροτικός και γιορταζόταν μετά την συγκομιδή των καρπών. Έτσι, οι Ιουδαίοι συγκεντρώνονταν στον Ναό του Σολομώντος στα Ιεροσόλυμα έχοντας και αφιερώνοντας πολλά και άφθονα δώρα. Ο Ιωακείμ, με αφορμή την μεγάλη γιορτή που πλησίαζε, πήγε στο ναό να προσφέρει τα δώρα του, αλλά ο ιερέας Ρουβείμ δεν τον επέτρεψε να θυσιάσει, γιατί δεν έκανε απογόνους στον Ισραήλ. Ο Ιωακείμ λυπήθηκε πολύ κι έφυγε στην έρημο, χωρίς να επιστρέψει καθόλου στο σπίτι του. Έστησε σκηνή και νήστεψε για σαράντα μέρες μονολογώντας: «Δεν θα κατεβώ ούτε για φαγητό ούτε για ποτό, έως ότου με επισκεφτεί ο Κύριος, ο Θεός μου, και θα είναι τροφή και ποτό η προσευχή μου». Η γυναίκα του, η Άννα, από τη δική της πλευρά, έκλαιγε και οδυρόταν για την απομάκρυνση του συζύγου της, αλλά κυρίως για την ατεκνία της. Χαρακτηριστικός είναι ο θρήνος της Άννας κάτω από μία δάφνη, όπου βλέποντας μία φωλιά με σπουργίτια, αναλογίζεται πως όλα τα πλάσματα του Θεού είναι γόνιμα, ολόκληρη η κτίση, χλωρίδα και πανίδα, προσφέρει τους καρπούς της εκτός απ’ αυτή. Έτσι λοιπόν, νήστευσε και προσευχόταν για σαράντα ημέρες με αυτά τα συγκινητικά λόγια: «Κύριε Παντοκράτορα, καί Μεγαλοδύναμε, πού μόνο μέ τό λόγο ἔκανες τόν οὐρανό καί τή γῆ καί ὅσα φαίνονται καί εἶναι γύρω μας, πού λύτρωσες, τούς πατέρες μας ἀπό τά χέρια τοῦ Φαραώ, πού μέ τό πρόσταγμά Σου σχίσθηκε ἡ θάλασσα καί πέσανε μέσα οἱ Αἰγύπτιοι. Ἐσύ Θεέ, πού τούς ἔτρεφες σαράντα χρόνια στήν ἔρημο. Ἐσύ, πού εὐλόγησες τή Σάρρα, τή γυναίκα τοῦ Ἀβραάμ καί γέννησε τόν Ἰσαάκ στά γεράματά της. Ἐσύ πού χαρίτωσες ἐκείνη τήν Ἄννα τήν ὁμοία μου καί γέννησε τό Σαμουήλ τόν προφήτη. Ἐσύ δῶσε καί σέ μένα τήν ταπεινή Σου δούλη παιδί, καί μή μέ ἀφήσης νά εἶμαι ντροπιασμένη καί ταπεινωμένη ἀπό ὅλο μου τό γένος. Κύριε, ὁ Θεός μου, τάχα καί σάν ἕνα ἀπό τά θηρία δέν εἶμαι καί ἐγώ; Διατί μέ ὠργίστηκες τόσο καί εἶμαι στείρα; Ἐσύ, πού εὐλόγησες τά ποιήματά σου καί εἶπες: Αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε, δῶσε καί σέ μένα σπέρμα καί καρπό κοιλίας, καί ἄν γεννήσω εἴτε ἀρσενικό εἴτε θηλυκό, νά Σού τό χαρίσω μέ ὅλη μου τή χαρά καί νά τό φέρω στό Ναό Σου νά τό ἀφιερώσω». Μέχρι που ο Αρχάγγελος Γαβριήλ εμφανίστηκε μπροστά της και της είπε «Άννα, Άννα, ο Κύριος εισάκουσε τη δέηση σου, θα συλλάβεις και θα γεννήσεις και θα μιλούν για το σπέρμα σου σε όλη την οικουμένη». Η Άννα απάντησε ότι, εάν γεννήσει είτε αγόρι είτε κορίτσι, θα το αφιερώσει στον Κύριο να τον υπηρετεί όλες τις ημέρες της ζωής του. Ο Αρχάγγελος προαναγγέλλει στην Άννα ότι θα τεκνοποιήσει, όπως και στη Μαρία, μόνο που στην περίπτωση της Άννας η σύλληψη θα είναι φυσική και όχι διά Πνεύματος Αγίου. Έχουμε λοιπόν, τον ευαγγελισμό της Αγίας Άννης. Έπειτα, ο Γαβριήλ παρουσιάστηκε και στον Ιωακείμ λέγοντάς του: «Ιωακείμ, Ιωακείμ, ο Κύριος, ο Θεός εισάκουσε την δέηση σου, κατέβα λοιπόν από αυτόν τον τόπο, γιατί η γυναίκα σου θα συλλάβει». Ο Ιωακείμ επέστρεψε χαρούμενος, κάλεσε τους βοσκούς του και τους ζήτησε να του φέρουν 10 αρνιά χωρίς ψεγάδι για να τα πάει δώρο στο ναό του Θεού, 12 μοσχάρια για τους ιερείς και 100 τράγους για όλους τους πιστούς του Ισραήλ. Η Άννα πλημμυρισμένη από χαρά υποδέχτηκε τον άντρα της και του διηγήθηκε όσα της συνέβησαν, με την πεποίθηση ότι είναι πλούσια η ευλογία που τους δόθηκε από το Θεό. Στη συνέχεια, αποσύρθηκαν στο σπίτι τους να αναπαυθούν και την επόμενη μέρα ο Ιωακείμ θυσίασε στο ναό χαρούμενος διότι ο Κύριος συγχώρεσε όλα τα αμαρτήματά του.
Η περίοδος της εγκυμοσύνης ήταν μια διαρκής ευχαριστήρια ωδή στο Θεό για το μεγάλο δώρο που τους χάρισε, ένας ασίγαστος αίνος προς τον Κύριο. Τον 9ο μήνα, όταν ολοκληρώθηκε η εγκυμοσύνη, η Άννα γέννησε ένα κορίτσι. Ρώτησε τη μαία: «Τι γέννησα»; Και εκείνη της αποκρίθηκε: «Κορίτσι». Είπε τότε η Άννα δοξάζοντας τον Θεό: «Η ψυχή μου σήμερα ευφράνθηκε όσο ποτέ άλλοτε». Με την βοήθεια των μαιών της, αφού πέρασαν τα πρώτα εικοσιτετράωρα της λοχείας της, η Άννα πλύθηκε, οι μαίες περιποιήθηκαν την κόρη της, Την σπαργάνωσαν και Της την έδωσαν να Την θηλάσει. Η ονοματοδοσία του βρέφους έγινε την όγδοη ημέρα καλεσμένων για δείπνο των Ιερέων κατά ιουδαϊκό έθος. Το κορίτσι ονομάστηκε Μαριάμ το οποίο στα εβραϊκά σημαίνει «Κυρία»-«Βασίλισσα». Ήταν το όνομα της μητέρας της Αγίας Άννης. Επίσης σημαίνει δώρο, ελπίδα, Ωραία.
Αφού η μικρή κόρη έγινε τριών ετών, ο Ιωακείμ και η Άννα θεώρησαν ότι ήρθε ο καιρός να εκπληρώσουν την υπόσχεσή τους στον Θεό. Πήραν την Μαρία και την πήγαν στο Ναό της Ιερουσαλήμ να την αφιερώσουν στο Θεό. Πίστευαν οι ευσεβείς Ιουδαίοι ότι ο Ναός των Ιεροσολύμων ήταν ο τόπος της κατοικίας και της παρουσίας του Θεού. Τα Άγια των Αγίων, το θεοσκότεινο και άβατο μέρος του Ναού, παρά μονάχα στον αρχιερέα του έτους και μόνο κατά την ημέρα της εορτής του «Εξιλασμού», θεωρούνταν ο θρόνος του Θεού. Οι ιερείς του Ναού, φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα διέγνωσαν την αγιότητα της κορασίδας και γι’ αυτό δεν την οδήγησαν στην ειδική πτέρυγα των παρακείμενων κτισμάτων, όπου διέμειναν οι αφιερωμένες παρθένες, αλλά την οδήγησαν στα Άγια των Αγίων, για να διαφυλαχτεί η αγνότητά Της και η αγιότητά Της.
Οι Άγιοι Ιωακείμ και Άννα εκοιμήθηκαν γύρω στο 5 π.Χ. όταν η Παναγία ήταν 11 ετών και διέμεινε στον Ναό. Ο μεν Άγιος Ιωακείμ σε ηλικία 80 ετών, η δε Αγία Άννα σε ηλικία 69 ετών. Η μνήμη τους εορτάζεται λαμπρά από την Εκκλησία μας στις 9 Σεπτεμβρίου, την επομένη από την μεγάλη θεομητορική εορτής της Γεννήσεως της Θεοτόκου, ως υπέρτατη τιμή προς τα σεπτά τους πρόσωπα, διότι συνέβαλλαν και αυτοί στην υλοποίηση του σχεδίου της σωτηρίας του κόσμου, ως γονείς της Θεομήτορος.
Οι Άγιοι Θεοπάτορες υπήρξαν ένα ερωτευμένο ζεύγος. Που διατήρησαν αγνό, καθαρό και ζωντανό τον έρωτά τους. Η υπακοή τους στον Θεό και η ερωτική κοινωνία τους ήταν αυτά που έφεραν «καρπὸν ἅγιον», την αειπάρθενο ΜαρίαΆρα, αποτελεί για όλα τα χριστιανικά ανδρόγυνα πρότυπο προς μίμηση. Γι΄ αυτό και προβάλλεται από την Εκκλησία μας κατά την ακολουθία του Στεφανώματος ως υπόδειγμα στους νεονύμφους. Πολλά ζευγάρια σήμερα υποφέρουν από το πρόβλημα της ατεκνίας και απελπίζονται. Η απελπισία δεν συνάδει σ΄ έναν Χριστιανό! Υπάρχει ελπίδα και αυτός είναι ο Θεός. Και μπορούν να αντλήσουν πίστη και δύναμη και να οπλιστούν με υπομονή από τους Αγίους Θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα. Και οι δύο, ευσεβείς και φιλόθεοι, με κατανόηση και αγάπη, στηρίζουν ο ένας τον άλλο στο μεγάλο για την εποχή τους πρόβλημα της ατεκνίας.
Πρότυπο ζεύγους, πρότυπο αγάπης, πρότυπο υπομονής, πρότυπο πίστης, πρότυπο ελπίδας, πρότυπο κατανόησης, πρότυπο αφιέρωσης στον Θεό οι Άγιοι Θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα. Ας ζητήσουμε τις πρεσβείες τους προς τον κατά σάρκα Εγγονό τους Ιησού Χριστό να λύει τα δεσμά της ατεκνίας και να χαρίζει αγάπη, πίστη, υπομονή και κατανόηση στον καθένα μας και σε κάθε χριστιανική συζυγία. Αμήν.  

Θ.Χ.