Του Διακόνου Θεοδώρου Χατζηευστρατίου, της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης.
Ο πλούσιος της σημερινής παραβολής τα είχε όλα τα υλικά αγαθά. Δεν είχε το βασικότερο: αγάπη. Έβλεπε έναν φτωχό, τον Λάζαρο, να πεινά και τον αντιμετώπιζε σαν σκουπίδι. Όχι μόνο δεν του εξασφάλιζε μία πιο αξιοπρεπή ζωή με τον πλούτο που κατείχε, αλλά ούτε ένα πιάτο φαγητό του έδινε. Γιατί; Γιατί του έλειπε η αγάπη. Τι τον ενδιέφερε; το ΕΓΩ του. Όταν ήρθε η ώρα και πήγαν και οι δύο στην αντίπερα όχθη της ζωής, είδαν ότι τα πράγματα ήταν αλλιώς.
Ο φτωχός, μέσα στις δυσκολίες του επειδή τίς αντιμετώπισε ως ευκαιρία, αγιάστηκε και απολάμβανε πλέον την ανεκλάλητη χαρά. Ο πλούσιος όμως καιγόταν. Και αυτή η φλόγα δεν είναι τίποτα άλλο από την επιμονή στο εγώ και το ακοίμητο σκουλήκι που τον τρώει είναι η φωνή της συνειδήσεως. Πολύ απλά ο Παράδεισος και η Κόλαση δεν είναι τόπος αλλά τρόπος. Τρόπος πώς αντιμετωπίζουμε τον Θεό και την ζωή. Ο κολασμένος βλέπει τον Θεό ως σκλαβιά και τον συνάνθρωπο ως αντίπαλο και εχθρό και καίγεται. Ο παραδείσιος βλέπει τον Θεό ως Ελευθερία και τον συνάνθρωπό ως αδελφό και δροσίζεται. Από την μετάνοιά μας εξαρτάται!