Του Διακόνου Θεοδώρου Χατζηευστρατίου.
Η φεμινιστική κίνηση και μία εκκοσμικευμένη σύγχρονη αντίληψη για το γυναικείο φύλο έθεσαν τα τελευταία χρόνια το ζήτημα της Ιερωσύνης των γυναικών και κατά συνέπεια, αφού αυτή δεν πραγματοποιείται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, προέβαλαν την κατηγορία ότι η γυναίκα υποτιμάται μέσα στην Εκκλησία.
Η διδασκαλία της Εκκλησίας πάνω σ' αυτό το θέμα στηρίχθηκε στην Αγία Γραφή και στην εκκλησιαστική παράδοση και πράξη των Αγίων και πιστεύει στην ισοτιμία των δύο φύλων, που έχουν αμφότερα τις ίδιες δυνατότητες σωτηρίας. Με το Βάπτισμα και το Χρίσμα, η γυναίκα μετέχει στην γενική Ιερωσύνη του Χριστού και επιτελεί, μαζί με τον υπόλοιπο λαό, τα μυστήρια και τις αγιαστικές πράξεις της Θείας Λατρείας ως ένα Σώμα, το Σώμα της Εκκλησίας. Όπως ο άνδρας, έτσι και η γυναίκα ανήκει στον λαό του Θεού-αφού πλάστηκε «κατ' εἰκόνα Θεοῦ», με σκοπό να φθάσει στο «καθ' ὁμοίωσιν», δηλαδή την θέωση.
Ένας θεσμός που μας έρχεται από την πρώτη χριστιανική εποχή, υποστηρίζει την αλήθεια όλων αυτών και φανερώνει την τόλμη της αρχαίας Εκκλησίας είναι ο θεσμός των Διακονισσών. Διακόνισσες υπάρχουν από την αποστολική εποχή και μάλιστα εγκαθίσταντο στο λειτούργημά τους με Χειροτονία, που έχει μορφολογική ομοιότητα με την Χειροτονία του Διακόνου.
Η ιστορία των Διακονισσών
Διακόνισσες υπήρξαν από την πρώτη αποστολική εποχή με κύριο έργο την συντήρηση των πτωχών γυναικών, όπως αντίστοιχο έργο είχαν οι άνδρες Διάκονοι της πρώτης Εκκλησίας, οι οποίοι βοηθούσαν τους Αποστόλους στο έργο της συντηρήσεως των πτωχών.
Πρώτη μαρτυρία περί διακόνων γυναικών θεωρείται το χωρίο του Αποστόλου Παύλου (Ρωμ. 16, 1-2), στο οποίο μνημονεύεται η διακόνισσα Φοίβη, η οποία υπηρετούσε στην Εκκλησία, που παροικούσε στις Κεγχρεές πλησίον της Κορίνθου. Συνιστά δε στους χριστιανούς της Ρώμης να την υποδεχθούν «ἐν Κυρίῳ», όπως θα υποδέχονταν μια αγία. Αλλά και το χωρίο Α΄Τιμ. γ΄ 11, κατά την γνώμη πολλών αρχαιοτέρων και νεωτέρων ερμηνευτών αναφέρεται πιθανώς σε γυναίκες καθιερωμένες στο λειτούργημα των Διακονισσών.
Το 111 ή 112 μ.Χ. ο Πλίνιος ο νεώτερος, σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Τραϊανό, αναφέρει την ύπαρξη Διακονισσών στην Βιθυνία. Περί «γυναικών διακόνων» ή «διακονισσών» ομιλούν ακόμη οι αποστολικοί Πατέρες Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης, το μεγαλύτερο μέρος της διασωθείσης σε μετάφραση «Διδασκαλίας των Αποστόλων», οι «Αποστολικές Διαταγές», η «Διαθήκη του Κυρίου Ιησού Χριστού», οι κανόνες τοπικών και οικουμενικών Συνόδων, διάφορα φιλολογικά, ιστορικά, και αρχαιολογικά μνημεία των βυζαντινών συγγραφέων, τα λειτουργικά κείμενα, επιτύμβιες επιγραφές, η νομοθεσία των βυζαντινών αυτοκρατόρων κλπ. Όλοι αυτοί ομιλούν για την ύπαρξη «διακόνων γυναικών».
Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε πως την εποχή του Ιουστινιανού στην Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως διακονούσαν 40 Διακόνισσες. Στην Ανατολή, Διακόνισσες χειροτονούνταν μέχρι το τέλος της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας. Κατά τους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους φαίνεται ότι αυτό συνέβαινε σπανιότερα, τόσο εξαιτίας της αποξένωσης των Διακονισσών από την ενοριακή ζωή και του περιορισμού τους στα Μοναστήρια, όσο και εξαιτίας διαφόρων καταχρήσεων και παρεκτροπών εκ μέρους των Διακονισσών, ιδιαίτερα στις αιρετικές «εκκλησίες». Επίσης, μετά την καθιέρωση του νηπιοβαπτισμού η ύπαρξή τους δεν ήταν αναγκαία, τόσο για την κατήχηση, όσο και για την τέλεση του βαπτίσματος. Το γεγονός όμως αυτό καθόλου δεν σημαίνει την τελεία κατάργηση και εξάλειψη του θεσμού αυτού, αλλά τον ατόνισή του, ιδίως μετά την δεύτερη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς.
Κριτήρια χειροτονίας Διακονισσών
Αν και αναφέρονται κάποιοι ιεροί Κανόνες τοπικών συνόδων και κάποια έργα της μεταποστολικής περιόδου (2ος-3ος αιώνας μ.Χ.) που αναφέρονται στην χειροτονία Διακονισσών, στα κριτήρια και στις προϋποθέσεις της, θα αρκεστούμε στον 15ο ιερό Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου που ορίζει «
διάκονον μὴ χειροτονεῖσθαι γυναίκα πρὸ ἐτῶν τεσσαράκοντα καὶ ταύτην μετὰ ἀκριβοῦς δοκιμασίας», δηλαδή
να μη χειροτονείται καμία Διακόνισσα εάν δεν έχει συμπληρώσει το 40ο έτος της ηλικίας της και εάν δεν έχει περάσει από «ἀκριβῆ δοκιμασία».
Ο Θεόδωρος Βαλσαμών, νομικός εκκλησιαστικού δικαίου και τιτουλάριος ορθόδοξος Πατριάρχης Αντιοχείας τον 12ο αιώνα, μας πληροφορεί ότι οι προς χειροτονίαν Διακόνισσες εξελέγοντο από τις τάξεις των μοναζουσών, ήταν εκλεκτές μοναχές, ή και ηγουμένες γυναικείων μοναστηριών (παράδειγμα η περίφημη Ολυμπιάδα η οποία ήταν Ηγουμένη Μοναστηριού), αν και υπήρχαν κατά καιρούς γυναίκες «μονάγαμοι ἐγκρατευσάμεναι» και σύζυγοι Επισκόπων. Επίσης, άλλες προϋποθέσεις για χειροτονία Διακονίσσης είναι να είναι «χήρα μονόγαμος, πιστὴ καὶ τιμία» (Απ. Διαταγές βιβλ. στ΄κεφ. 17ο MIGNE τόμ. 1 στίχ. 957), να είναι «χηρεύσασαι ἀπὸ μονογαμίας» (Επιφανίου Κύπρου, «περί πίστεως…» MIGNE τόμ. 42 στίχ. 825), και κατά την 6η Νεαρά του Ιουστινιανού «ἑνὸς ἀνδρὸς γαμεταὶ γενόμεναι» χήρες (R. SCHOELL-G. KROLL σελ. 43). Πολύ ευπρόσδεκτες στις τάξεις των Διακονισσών ήταν και χήρες, οι οποίες υπήρξαν εκλεκτές χριστιανές μητέρες, καθ’ όσον αυτές «διὰ τῆς ἀπὸ τῆς ἀνατροφῆς τῶν τέκνων αὐτῶν κτησθείσης πείρας» ηδύναντο να καθοδηγούν τις νεαρές χριστιανές μητέρες στο πολυσχιδές έργο τους (MIGNE P.L. τόμ. 2 στίχ. 951 «παράβ. Τα υπό του Τερτυλλιανού περί των χηρών-διακονισσών λεγόμενα»).
Διακόνισσες που τα ονόματά τους είχαν άμεσο σύνδεσμο με τη ζωή και τις διώξεις του ιερού Χρυσοστόμου και έχουν διασωθεί είναι: η αγία Ολυμπιάδα, η Σιλβίνα, η Πενταδία, η Πρόκλα, η Αμπρούκλη, η Σαβινιανή, η Ελισσανθία, η Μαρτυρία και η Παλλαδία. Διακόνισσα ήταν, επίσης, και η φίλη της Οσίας Μακρίνας (αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου) Λαμπαδία. Ονομαστή Διακόνισσα υπήρξε και η σύζυγος του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Θεοσέβεια, η οποία χειροτονήθηκε Διακόνισσα αμέσως μετά την χειροτονία του συζύγου της ως Αρχιεπισκόπου. Γνωστή διακόνισσα μητέρα είναι η ζήσασα κατά τον 5ο αιώνα μ. Χ. Κελερίνα, την οποία ο Θεοδώρητος Κύρου παρηγορεί για την κοίμηση του παιδιού της.
Η αποστολή των Διακονισσών Πρώτα-πρώτα να διευκρινίσουμε ότι οι Διακόνισσες δεν ανελάμβαναν έργο Διακόνου εκφωνώντας δεήσεις (...τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν, παρὰ τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθα κλπ) ή παραγγέλματα προς τον λαό (π.χ. Πρόσχωμεν, Σοφία· Ὀρθοί, Στῶμεν καλῶς κλπ). Αυτό δεν υπήρξε ποτέ μέσα στα καθήκοντα των Διακονισσών! Όπως επεσήμανε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης «ἡ Διάκονος (…) κατὰ τὰς Ἀποστολικὰς Διαταγὰς δὲν φαίνεται νὰ ἐπιτελῇ τὴν ἐν τῷ βήματι τῶν Θείων Μυστηρίων λειτουργίαν τοῦ ἄρρενος Διακόνου, ἀλλὰ τὴν ἔξω τοῦ βήματος.(…..) Καὶ πάλιν, ὅτι μεν Διακονισσῶν τὸ τάγμα εἶναι στὴν Ἐκκλησίαν, ὄχι διὰ νὰ ἱερατεύη, οὐδὲ διὰ νὰ ἐπιχειρῇ νὰ συγχωρῇ τί, ἀλλὰ διὰ τὴν σεμνότητα τοῦ γένους τῶν γυναικῶν (…)» [Πηδάλιο Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Υποσημείωση (1), Συμφωνία ΙΘ' Κανόνος πρώτης Συνόδου, σελ. 149, εκδ. Ρηγόπουλου)
Μερικά από τα καθήκοντα των Διακονισσών ήταν η φύλαξη των εισόδων του Ναού (ειδικά του χώρου όπου στέκονταν οι γυναίκες), ώστε να μην εισέλθει κάποιος άπιστος ή αμύητος και η καθαριότητα και η ευταξία του Ναού. Οι Διακόνισσες έδιναν το σύνθημα της συμμετοχής των γυναικών στην ψαλμωδία και μετέδιδαν την Θεία Κοινωνία κατ' οίκον στις γυναίκες όταν χρειαζόταν και όχι την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Άλλος σπουδαίος τομέας εργασίας των Διακονισσών ήταν η ιεραποστολική, κατηχητική και διδακτική τους εργασία στον γυναικείο κόσμο. Μόνο που το κήρυγμα μέσα στον Ναό δεν επιτρεπόταν ρητώς γι’ αυτές. Οι Διακόνισσες, αφ’ ενός προσείλκυαν πολλές γυναίκες του εθνικού κόσμου στην χριστιανική πίστη και αφ’ ετέρου διενεργούσαν την Κατήχηση των κατηχουμένων γυναικών. Διδάσκοντάς τες τις αλήθειες του Συμβόλου της Πίστεως, τον τρόπο αποκρίσεως στις ερωτήσεις του εκκλησιαστικού λειτουργού κατά την ώρα του βαπτίσματος, όπως και τους κανόνες Χριστιανικής συμπεριφοράς πριν το Βάπτισμα και μετά απ’ αυτό. Και, τρίτον, δίδασκαν και νουθετούσαν πολλές φορές τις βαπτισμένες γυναίκες, είτε ομαδικά, είτε προσωπικά σε ζητήματα που αφορούσαν άλλοτε μεν στην προσωπική ή οικογενειακή ή κοινωνική ζωή της γυναίκας, άλλοτε δε στο χρέος μιας αφιερωμένης στον Θεό γυναίκας.
Επειδή στην αρχαία Εκκλησία δεν υπήρχε έντονα ο νηπιοβαπτισμός, η σπουδαιότερη λειτουργική υπηρεσία των Διακονισσών ήταν αυτή του Βαπτίσματος. Η παρουσία τους ήταν αναγκαία για την κόσμια τέλεση του Μυστηρίου. Ο Άγιος Επιφάνιος Κύπρου περιγράφει το έργο των Διακονισσών: ο θεσμός ήταν αναγκαίος ένεκα της «σεμνότητος τοῦ γυναικείου γένους, ἤ δι’ ὥραν λουτροῦ (δηλαδή του Μυστηρίου της Βαπτίσεως), ἤ ἐπισκέψεως πάθους, ἤ πόνου καὶ ὅτε γυμνωθείη σῶμα γυναίου, ἵνα μὴ ὑπὸ ἀνδρῶν ἱερουργούντων θεαθείη». Οι Διακόνισσες βοηθούσαν στην ένδυση και έκδυση των βαπτιζομένων γυναικών και διενεργούσαν την επίχριση του σώματος δια του εφορκιστού ελαίου και του αγίου μύρου, εφ’ όσον ο Επίσκοπος ή ο Πρεσβύτερος έχριε μόνο το μέτωπο.
Χειροτονία ή χειροθεσία Διακονίσσης;
Η τάξη και οι ευχές που αναφέρονται σε προχείριση Διακονίσσης μιλούν ξεκάθαρα «ἐπὶ χειροτονίᾳ διακονίσσης». Ευχές και τάξη για χειροτονία Διακονίσσης βρίσκουμε στο καταγόμενο Βησσαριανό Κώδικα της Κρυπτοφέρρης (Κώδιξ Κρυπτοφέρρης, αρχές του 9ου ή των αρχών του 10ου αιώνα), στο κατά τον 10ο αιώνα γραφέντα υπ’ αριθμ. 956 χειρόγραφο της βιβλιοθήκης της Μονής Αγίας Αικατερίνης του όρους Σινά, στον υπ’ αριθμ. 213 Κώδικα των Παρισίων, ο οποίος εγράφη το έτος 1027, στον υπ’ αριθμ. 149-104 (94) Κώδικα της βιβλιοθήκης του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και στον υπ’ αριθμ. 692 σωζόμενο Κώδικα της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Αθηνών του 12ου-14ου αιώνα.
Ευχή χειροτονίας Διακονίσσης υπάρχει στον Βαρβερινό κώδικα, τον Βησσαριανό κώδικα (τῆς Κρυπτοφέρρης), και σε πολλούς άλλους κώδικες της εποχής εκείνης, από τον 8ο αιώνα: «
Ὁ Θεὸς ὁ αἰώνιος, ὁ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς δημιουργός, ὁ πληρώσας Πνεύματος Μαριὰμ καὶ Δεβώρραν καὶ Ἄνναν καὶ Ὄλδαν, ὁ μὴ ἀπαξιώσας τὸν μονογενῆ Σου Υἱὸν γεννηθῆναι ἐκ γυναικός, ὁ καὶ ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ μαρτυρίου καὶ ἐν τῷ ναῷ προχειρισάμενος τὰς φρουροὺς τῶν ἁγίων Σου πυλῶν· Αὐτὸς νῦν ἔπιδε ἐπὶ τὴν δούλην Σου (τῆνδε), τὴν προχειριζομένην εἰς διακονίαν, καὶ δὸς αὐτῇ Πνεῦμα ἅγιον καὶ καθάρισον αὐτὴν ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, πρὸς τὸ ἐπαξίως ἐπιτελεῖν αὐτὴν τὸ ἐγχειρισθὲν αὐτῇ ἔργον. Εἰς δόξαν σὴν καὶ ἔπαινον τοῦ Χριστοῦ Σου. Μεθ’ οὗ Σοὶ ἡ δόξα καὶ ἡ προσκύνησις, καὶ τῷ Αγίῳ Πνεύματι, εὶς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν».
Η διαφορά της χειροτονίας από την χειροθεσία είναι η εξής: η χειροθεσία τελείται εκτός του ιερού βήματος με μία ευχή, ενώ η χειροτονία εντός του ιερού βήματος με δύο ευχές. Η Διακόνισσα λοιπόν, σύμφωνα με τις Αποστολικές Διαταγές, εχειροτονείτο εντός του Ιερού Βήματος από τον Επίσκοπο. Η προς χειροτονίαν Διακόνισσα, ισταμένη μπροστα από την Ωραία Πύλη στον σολέα και «μαφορίῳ» κεκαλυμμένη, προσήγετο στην αγία Τράπεζα, όπου ο Επίσκοπος χειροτονούσε αυτήν δι’ επιθέσεως των χειρών, απαγγέλοντας δύο ευχές. Ωστόσο, ενώ ο χειροτονούμενος Διάκονος στηρίζει το μέτωπό του στην αγία Τράπεζα και κλίνει το δεξιό γόνυ, η Διακόνισσα δεν έκλινε γόνυ, αλλά παρέμενε όρθια, σκύβοντας το κεφάλι.
Ας προσέξουμε την τάξη χειροτονίας της Διακόνισσας: Ο Επίσκοπος, αφού επιθέσει τα χέρια του στην κεφαλή της μέλλουσας Διακόνισσας εκφωνεί: «Ἡ θεία Χάρις, ἡ πάντοτε τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα, προχειρίζεται (τήνδε) εἰς Διακόνισσαν· εὐξώμεθα οὖν ὑπέρ αὐτῆς, ἵνα ἔλθῃ ἐπ᾽ αὐτῆς ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος». Αφού κάνει τρεις σταυρούς εύχεται, με την πρώτη ευχή: «Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος, ὁ Παντοδύναμος, ὁ διὰ τῆς ἐκ Παρθένου κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ καὶ Θεοῦ ἡμῶν ἁγιάσας τὸ θήλυ· καὶ οὐκ ἀνδράσι μόνον ἀλλὰ καὶ ταῖς γυναιξὶ δωρησάμενος τὴν χάριν καὶ τὴν ἐπιφοίτησιν τοῦ ἁγίου Σου Πνεύματος· Αὐτὸς καὶ νῦν, Δέσποτα, ἔπιδε ἐπὶ τὴν δούλην σου ταύτην· καὶ προσκάλεσαι αὐτὴν εἰς τὸ ἔργον τῆς διακονίας σου, καὶ κατάπεμψον αὐτῇ τὴν πλουσίαν δωρεὰν τοῦ ἁγίου Σου Πνεύματος· διαφύλαξον αὐτὴν ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ Σου πίστει, ἐν ἀμέμπτῳ πολιτείᾳ κατὰ τὸ Σοὶ εὐάρεστον τὴν ἑαυτῆς λειτουργίαν διὰ παντὸς ἐκπληροῦσαν. Ὅτι πρέπει Σοι πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· Ἀμήν».
Μετά τις αιτήσεις του Διακόνου για την «ἄνωθεν εἰρήνη», τον τοπικό Επίσκοπο, την «νῦν προχειριζομένη Διακόνισσα» και τον Βασιλέα, καθώς και την επίκληση στην Θεοτόκο και σε όλους τους Αγίους για την βοήθειά τους στο να εμπιστευθούμε σε όλα τον Χριστό, ο Επίσκοπος εύχεται για δεύτερη φορά, με δεύτερη ευχή, ως εξής: «Δέσποτα Κύριε, ὁ μηδὲ γυναίκας ἀναθεμένας ἑαυτὰς καὶ βουληθείσας καθ’ ὅ προσῆκε λειτουργεῖν τοῖς ἁγίοις οἴκοις σου ἀποβαλλόμενος, ἀλλὰ ταύτας ἐν τάξει λειτουργῶν προσδεξάμενος· δώρησαι τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος καὶ τῇ δούλῃ σου ταύτῃ, βουληθείσῃ ἀναθεῖναι Σοὶ ἑαυτήν, καὶ τὴν διακονίας ἀποπληρῶσαι χάριν, ὡς ἔδωκας χάριν τῆς διακονίας Σου Φοίβῃ, ἥν ἐκάλεσας εἰς ἔργον τῆς λειτουργίας· παράσχου δὲ αὐτῇ ὁ Θεός, ἀκατακρίτως προσκαρτερεῖν τοῖς ἁγίοις ναοῖς Σου, ἐπιμελεῖσθαι τῆς οἰκείας πολιτείας, σωφροσύνης δὲ μάλιστα, καὶ τελείαν ἀπόδειξον δούλην Σου· ἵνα καὶ αὐτή, παραστῶσα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, ἄξιον τῆς ἀγαθῆς πολιτείας ἀπολήψηται τὸν μισθόν. Ἐλέει καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, μεθ’ οὗ εὐλογητὸς εἶ, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν» κλπ. Και μετά περιβαλλόταν, όπως και ο Διάκονος, από διακονικό ωράριο, φέρουσα όμως αυτό «υποκάτωθεν του μαφορίου». Στην συνέχεια, κατά την ώρα της Θείας Κοινωνίας, κοινωνούσε όπως ο Διάκονος «τοῦ ἁγίου σώματος καὶ τοῦ ἁγίου αἵματος», αλλά δεν κοινωνούσε η ίδια κανένα μέλος της Εκκλησίας. Τέλος, μετά την Θεία Κοινωνία, ο Επίσκοπος τής έδινε το άγιο Ποτήριο και αυτή το απέθετε στην Αγία Τράπεζα.
Συμπέρασμα: η Διακόνισσα χειροτονείτο κανονικά αλλά δεν είχε λειτουργική συμμετοχή στα μυστήρια όπως ο Διάκονος. Η αποστολή της ήταν βοηθητική στα μυστήρια και κυρίως στην Βάπτιση των ενηλίκων γυναικών, ανθρωπιστική στις εμπερίστατες και πτωχές, κατηχητική και ιεραποστολική στα νέα γυναικεία μέλη της Εκκλησίας και ευπρεπιστική του Ναού, όπως άλλωστε φανερώνουν όσα υπογραμμίσαμε λίγο πιο πάνω στις ευχές χειροτονίας Διακονίσσης.
Είναι σήμερα αναγκαίος ο θεσμός των Διακονισσών;
Το εάν είναι απαραίτητος ή αναγκαίος ο θεσμός των Διακονισσών ή όχι, αυτό θα το κρίνει η Εκκλησία, η Εκκλησία που παροικεί είτε ως Πατριαρχείο, είτε ως Αυτοκέφαλη Εκκλησία. Αυτή θα εξετάσει το ζήτημα, θα μελετήσει τις προϋποθέσεις και θα αποφανθεί εάν η τοπική της Εκκλησία έχει ανάγκη ή όχι τον θεσμό των Διακονισσών. Βεβαίως, δεν είναι ψέμα ότι η γυναίκα συμμετέχει σε πολλούς τομείς της Εκκλησίας, είτε με το να χειροθετείται αναγνώστρια ή ψάλτης, θεραπεύοντας τις ανάγκες των ιερών αναλογίων, είτε με το να συμμετέχει, είτε στην ιεραποστολή, είτε στην διακονία των μυστηρίων, είτε με το να αναλαμβάνει το έργο της αγάπης, δηλαδή της φιλανθρωπίας στην Ενορία της.
Ωστόσο, φρονούμε ότι το ζήτημα στην παρούσα φάση δεν είναι η επαναφορά του θεσμού των Διακονισσών, όσο οι σχέσεις. Για να γίνουμε περισσότερο συγκεκριμένοι: το ζήτημα σήμερα είναι πως ορίζουμε και πως αντιμετωπίζουμε τον Θεό, τον συνάνθρωπο, την κτίση, τον ίδιο μας τον εαυτό. Όλα αυτά είναι σχέσεις. Κι όμως όλα αυτά αμφισβητούνται, με τον Θεό να απορρίπτεται, με τον άνθρωπο να αντικειμενοποιείται, με την κτίση να εργαλειοποιείται, με την διαπροσωπική επικοινωνία να αντικαθίσταται από την ψυχρή και άψυχη συνομιλία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τον ίδιο μας τον εαυτό να αποκτηνώνεται.
Εμείς καλούμαστε να βαδίζουμε στα βήματα των προοδοιπορησάντων αγίων και στην παράδοση των Πατέρων και να προσευχόμαστε ο Άγιος Θεός να εκβάλει εργάτες στον θερισμό του, άνδρες και γυναίκες, ώστε να δοξάζεται το όνομά Του, να εξαπλώνεται η Εκκλησία Του και να σώζεται ο άνθρωπος. Αμήν.
Υ.Γ.
Ενδιαφέρουσα μελέτη για την ιστορία και την εξέλιξη των Διακονισσών βρίσκεται στον παρακάτω σύνδεσμο από τον μακαριστό Αρχιμανδρίτη της Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας Κοσμά Λαμπρινό: Ο θεσμός των διακονισσών στην Χριστιανική Εκκλησία.