«Ἔχω πλήρη ἐπίγνωσιν, ὅτι ἡ πρὸς τὸν λαὸν μου ὑπηρεσία μου ἀποτελεῖ ἐπίσης μέρος τῆς ὑπηρεσίας μου πρὸς τὸν Θεόν».
Βασιλεύς Παύλος Α΄.
Γράφει ένας φοιτητής του Τμήματος Ποιμαντικής & Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ.
Σε μία περίοδο που αναμοχλεύονται θέματα όπως οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας-Πολιτείας, εκκλησιαστικής περιουσίας, μισθοδοσίας του Κλήρου, θρησκευτικού όρκου και θρησκευτικών πεποιθήσεων εκπροσώπων της Πολιτείας γίνεται φανερό το μέγεθος της πνευματικής και εκκλησιαστικής κατάπτωσης της νεοελληνικής κοινωνίας και του μεταπολιτευτικού κράτους. Όταν μία κοινωνία και ένα κράτος δεν οικοδομείται και δεν θεμελιώνεται «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» τότε αντιμετωπίζει θανάσιμα προβλήματα και είναι ιδιαίτερα ευάλωτο και επιρρεπές.
Σε μία περίοδο που αναμοχλεύονται θέματα όπως οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας-Πολιτείας, εκκλησιαστικής περιουσίας, μισθοδοσίας του Κλήρου, θρησκευτικού όρκου και θρησκευτικών πεποιθήσεων εκπροσώπων της Πολιτείας γίνεται φανερό το μέγεθος της πνευματικής και εκκλησιαστικής κατάπτωσης της νεοελληνικής κοινωνίας και του μεταπολιτευτικού κράτους. Όταν μία κοινωνία και ένα κράτος δεν οικοδομείται και δεν θεμελιώνεται «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» τότε αντιμετωπίζει θανάσιμα προβλήματα και είναι ιδιαίτερα ευάλωτο και επιρρεπές.
Οι πολιτικοί άρχοντες είναι «διάκονοι τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ἀγαθόν». Είναι όργανα του Θεού για να γίνεται το καλό στον κόσμο και να προάγεται ο βίος των ανθρώπων. Κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο «Χριστῷ συνάρχουσι, Χριστῷ καὶ συνδιοικοῦσι». Γι΄αυτό οι πολιτικοί άρχοντες πρέπει να έχουν τα κατά τον ιερό Χρυσόστομο απαραίτητα προσόντα: αγάπη προς τον λαό, ζήλο, ταπεινοφροσύνη, καθαρότητα, διοικητική και διδακτική ικανότητα. Είναι όντως ευτυχία για έναν λαό να διοικείται από ανθρώπους μ΄ αυτά τα προσόντα, με πίστη στον Θεό και την Εκκλησία, με φιλοπατρία και εκκλησιαστικό φρόνημα. Και η Ελλάδα είχε έναν τέτοιο άνθρωπο κατά τον 20ο αιώνα. Τον Βασιλιά Παύλο Α΄.
Ένας άνθρωπος που αφοσιώθηκε και υπηρέτησε τον ελληνικό λαό, πρόθυμος για χάρη του να υποβληθεί σε κάθε θυσία. Που γεύθηκε τις πικρίες της ξένης γης και της εξορίας αλλά και που δημιούργησε μία εξαίρετη οικογένεια. Αγαπήθηκε και κατέκτησε την εκτίμηση του λαού του. Στα χρόνια άσκησης των βασιλικών του καθηκόντων δεν επέτρεψε σε καμία σκιά να πέσει πάνω του. Αντιμετώπισε σοβαρά την θανάσιμη απειλή κατά της Πατρίδας του, στάθηκε μακριά από τις πολιτικές διενέξεις και αποτέλεσε το πρότυπο του «Βασιλέως-φιλοσόφου» κατά τον Πλάτωνα. Στην προσωπική του ζωή ζούσε-φυσικά με ανέσεις και υπηρετικό προσωπικό-αλλά απλά και ανεπιτήδευτα. Φρόντισε να μεταλαμπαδεύσει στην σύζυγό του Βασίλισσα Φρειδερίκη και στα τρία τους παιδιά Σοφία, Κωνσταντίνο και Ειρήνη ηθικές αρχές και να τους εμφυσήσει την Ορθόδοξη πίστη, την αγάπη προς την Ελλάδα και τον σεβασμό προς το ανθρώπινο πρόσωπο. Πίστευε πως ο Βασιλιάς είναι μία αποστολή και ο ρόλος του Βασιλέως είναι η διακονία του λαού του («Ισχύς μου η αγάπη του λαού»).
Όμως, στόχος του άρθρου είναι η παρουσίαση της προσωπικότητας του Βασιλιά Παύλου ως χαρακτήρα και πνευματικού ανθρώπου. Απότοκος της χριστιανικής διαπαιδαγώγησης που έλαβε από το οικογενειακό του περιβάλλον ήταν η ανεξικακία και η ταπείνωσή του. Ποτέ δεν σκέφθηκε να κάνει κακό σε κανέναν, αλλά ούτε και εκστόμισε λόγο εναντίον κανενός! Όλους, ακόμη και τους πιο άσημους, τους θεωρούσε ως ίσους του. Ένα δείγμα του ταπεινού του φρονήματος ήταν και ότι ποτέ δεν έκανε επίδειξη γνώσεων. Ενώ ήταν πολύ μελετημένος, πολύ φιλοσοφημένο μυαλό και είχε το προσόν να συγκρατεί ότι διάβαζε (πολύ δυνατό μνημονικό), εντούτοις ήταν υπομονητικός ακροατής. Όταν, ακόμα και στις συζητήσεις που είχε με πολιτικούς, άκουγε ακρότητες και κομματικές αθυροστομίες ήταν υπομονητικός.
Αγνοούσε τι σήμαινε μνησικακία, μικροψυχία, οργή, μοχθηρία, εκδικητικότητα. Ακόμα και στις δυσκολότερες και πιο στερημένες ημέρες του βίου του, έκρινε τους πάντες και τα πάντα με νηφαλιότητα και χωρίς εκδικητικές τάσεις. Δεν επέτρεψε ποτέ στο μίσος να αλώσει την ψυχή του και ήταν προικισμένος με την ικανότητα να διαγράφει με την ανεξικακία της λήθης και να συγχωρεί ακόμα και τις οδυνηρότερες αναμνήσεις. Η υπομονή, η ανεκτικότητα, η καρτερία, το μόνιμο χαμόγελό του οδήγησαν κάποτε την μικρότερη αδελφή του Πριγκίπισσα Αικατερίνα να εκμυστηρευθεί στην μεγαλύτερή τους Ειρήνη: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θὰ ἀποκτήσει καὶ δεύτερο Ἅγιο μὲ τὸ ὄνομα Παῦλος - τὸν ἀδελφὸ μας!»
Θεμέλιο όλης της ηθικής του προσωπικότητας ήταν η πίστη του στον Θεό και στην Εκκλησία και η εγκόλπωση των μηνυμάτων της χριστιανικής διδασκαλίας. Την Εκκλησία την έβλεπε στην ενότητά της και το πραγματικό μεγαλείο της, την πίστευε «μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ῥυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων», αληθινά «ἁγίαν καὶ ἄμωμον». Είχε την πεποίθηση, πως η Εκκλησία είναι η μία και αδιαίρετη, η αγία και άμωμη, η γνήσια και αποστολική Εκκλησία που, όπως ο Κύριος που την φανέρωσε επί της γης, δεν επιδέχεται «φυρμόν ἢ διαίρεσιν». Ήθελε «νὰ καταστήσωμεν τὴν Ἐκκλησίαν ἡμῶν λιμένα καταφυγῆς καὶ εἰρήνης δι΄ ὅλους τοὺς διψῶντας κατὰ τὴν καρδίαν καὶ κατὰ τὴν ψυχήν». Η πίστη του αυτή στην Εκκλησία δεν ήταν συγκεχυμένη και αόριστη, αλλά συγκεκριμένη, βιωματική και χειροπιαστή.
Στις 1 Απριλίου 1947, μόλις ανέβηκε στον θρόνο, ο Βασιλιάς Παύλος φρόντισε να ξαναζωντανέψει την χριστιανική-πνευματική ζωή μέσα στο Παλάτι, μία παράδοση που είχε αφήσει η γιαγιά του Βασίλισσα Όλγα σ΄ όλα της τα παιδιά και εγγόνια σαν πνευματική κληρονομιά.
* Παρεκκλήσιο των Ανακτόρων: Έτσι, ολοκλήρωσε την αποπεράτωση του παρεκκλησίου της Αναστάσεως του Κυρίου, κτισμένο το 1915 από την Βασίλισσα Όλγα αλλά ημιτελές και ερείπιο εξαιτίας των πολεμικών γεγονότων. Ο Βασιλιάς Παύλος ανήκε στους ανθρώπους, «τοὺς ἀγαπῶντας τὴν εὐπρέπειαν τοῦ οἴκου» του Θεού. Με προσωπική του επιμέλεια επιλέχθηκαν, μεταφέρθηκαν και τοποθετήθηκαν οι Ιερές Εικόνες, καντήλες, προσκυνητάρια, μαρμάρινο μεσοβυζαντινό τέμπλο και μαρμάρινη παλαιοχριστιανικού τύπου Αγία Τράπεζα. Φρόντισε για την εικονογράφηση του Παρεκκλησίου όπου αγιογραφήθηκαν οι Άγιοι που έχουν τα ίδια ονόματα με τα μέλη της βασιλικής οικογένειας (Απόστολοι Πέτρος, Παύλος, Ανδρέας, Άγιοι Κωνσταντίνος, Γεώργιος, Χριστοφόρος, Νικόλαος, Όλγα, Σοφία, Ειρήνη, Ελισάβετ, Αικατερίνη, Ελένη, Μαρίνα κλπ). Σχημάτισε παιδική εκκλησιαστική χορωδία, διαρρύθμισε τις Ιερές Ακολουθίες σύμφωνα με το ανακτορικό βυζαντινό τυπικό και τοποθετήθηκε εφημέριος και πρωθιερέας των Ανακτόρων ο Αρχιμανδρίτης π. Ιερώνυμος Κοτσώνης (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών). Έπειτα, ο Βασιλιάς Παύλος καθιέρωσε την ραδιοφωνική μετάδοση της Θείας Λειτουργίας από το βασιλικό Παρεκκλήσιο με σκοπό, όπως έλεγε, να βοηθήσει στην χριστιανική διαπαιδαγώγηση του λαού μας και να νιώθει τον λαό να συμπροσεύχεται μαζί του. Έτσι, εκπλήρωσε τον βαθύ του πόθο να λατρεύει τον Θεό, ήσυχα και κατανυκτικά, απαλλαγμένος από επισημότητες και πρωτόκολλα που του επέβαλλαν οι δημόσιες εμφανίσεις.
* Ιδιαίτερος δάσκαλος για τα Θρησκευτικά: Ο Παύλος φρόντισε για την επιμελημένη χριστιανική διαπαιδαγώγηση των 3 παιδιών του. Ενώ άλλες εύπορες οικογένειες παίρνουν για τα παιδιά τους ιδιαίτερο δάσκαλο μόνο για ξένες γλώσσες, πιάνο, βιολί ή και γυμναστική, οι Βασιλείς παρέδωσαν τα παιδιά τους σε ιδιαίτερο δάσκαλο για να διδαχθούν την χριστιανική αγωγή! Ήταν το μόνο μάθημα που Κωνσταντίνος, Σοφία, Ειρήνη δεν παρακολουθούσαν στην Σχολή Αναβρύτων (σχολείο με παιδιά της ηλικίας τους και από όλες τις κοινωνικές τάξεις).
* Θεία Μετάληψη: Μετά από την καθιερωμένη νηστεία του Σαββάτου, ο Παύλος και τα όλα τα μέλη της Βασιλικής Οικογένειας πήγαιναν στην ιερά Εξομολόγηση. Την επόμενη μέρα το πρωί προσέρχονταν στην Θεία Λειτουργία. Στην ώρα του Κοινωνικού πρώτος ο Βασιλιάς και ύστερα τα υπόλοιπα μέλη, με την σειρά τους, ασπάζονταν τις ιερές Εικόνες του τέμπλου και επέστρεφαν στις θέσεις τους. Έπειτα πλησίαζαν προς την Θεία Κοινωνία. Ο Παύλος προσκυνούσε μπροστά στο Άγιο Ποτήριο, σηκωνόταν, κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια, ασπαζόταν πάλι το Άγιο Ποτήριο και πήγαινε σ΄ ένα τραπεζάκι που ήταν ετοιμασμένο στα πλάγια του Ναού, έπαιρνε το Αντίδωρό του, έπινε λίγο νάμα και γυρίζοντας στην θέση του έδινε από ένα φιλί σ΄ όσους είχαν επίσης κοινωνήσει. Στο τέλος, πριν το «δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν», ο Παύλος ερχόταν μπροστά στην εικόνα του Χριστού και διάβαζε την Ακολουθία της Θείας Ευχαριστίας. Μετά το «δι᾿ εὐχῶν» έφευγε ο καθένας με την συνηθισμένη του τάξη.
* Νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής: Τις πρώτες 3 ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής η Βασιλική Οικογένεια κατέλυε μόνο ωμά φρούτα και λαχανικά και κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια το απόγευμα της Καθαράς Τετάρτης στην πρώτη Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία που τελούνταν στο βασιλικό Παρεκκλήσιο. Καθ΄ όλη την διάρκεια την διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής τηρούνταν αυστηρώς η νηστεία μέσα στο Παλάτι, στοιχείο που το μεταβίβασε ο Παύλος και στα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας του.
Ο Βασιλιάς αγαπούσε εντελώς ξεχωριστά τις ακολουθίες της Μ. Τεσσαρακοστής και ακόμα περισσότερο τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας και απ΄ αυτές πάλι τα «Δώδεκα Ευαγγέλια» με επικεφαλής το πρώτο από τα Δώδεκα. Αγαπούσε πολύ αυτήν την περικοπή επειδή περίληψη όλου του μηνύματος του Κυρίου. Κανόνιζε πριν από μήνες, έτσι τις υποχρεώσεις του, ώστε να βρίσκεται στην Αθήνα και να είναι ελεύθερος στις ώρες των ακολουθιών της Μ. Τεσσαρακοστής, και μάλιστα της πρώτης και της τελευταίας εβδομάδος, για να μην λείψει ούτε και από μία. Πρωί και βράδυ, όλες τις μέρες αυτών των δύο εβδομάδων, καθώς και το πρωί κάθε Τετάρτης και το πρωί και το βράδυ κάθε Παρασκευής, σ΄ όλη την διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής, πρώτος έμπαινε στο Παρεκκλήσιο της Αναστάσεως και πίσω του, κατά ιεραρχική σειρά, τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογένειας για να συμμετάσχουν στις Προηγιασμένες Λειτουργίες και τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου.
Ο Παύλος γνώριζε σχεδόν απ΄ έξω τις περισσότερες ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας και έδειχνε ιδιαίτερη προσοχή στο καθιερωμένο για το Παλάτι Τυπικό. Επί παραδείγματι, σε μία ακολουθία του Μεγάλου Αποδείπνου, ο π. Ιερώνυμος από λησμοσύνη παρέλειψε να πει μία ευχή. Μετά το πέρας της ακολουθίας, ο Βασιλιάς συνάντησε τον Αρχιμανδρίτη στο σαλόνι και τον ρώτησε «Πάτερ Ιερώνυμε, γιατί απόψε παραλείψατε να πείτε το "Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου"»; Θεωρούσε αυτονόητη για κάθε Ορθόδοξο Χριστιανό την ενημερότητα στην πνευματική μας ζωή και απορούσε γιατί υπάρχουν πρόσωπα που δεν είχαν ιδέα απ΄ αυτά τα ζητήματα!
Στις 1 Απριλίου 1947, μόλις ανέβηκε στον θρόνο, ο Βασιλιάς Παύλος φρόντισε να ξαναζωντανέψει την χριστιανική-πνευματική ζωή μέσα στο Παλάτι, μία παράδοση που είχε αφήσει η γιαγιά του Βασίλισσα Όλγα σ΄ όλα της τα παιδιά και εγγόνια σαν πνευματική κληρονομιά.
* Παρεκκλήσιο των Ανακτόρων: Έτσι, ολοκλήρωσε την αποπεράτωση του παρεκκλησίου της Αναστάσεως του Κυρίου, κτισμένο το 1915 από την Βασίλισσα Όλγα αλλά ημιτελές και ερείπιο εξαιτίας των πολεμικών γεγονότων. Ο Βασιλιάς Παύλος ανήκε στους ανθρώπους, «τοὺς ἀγαπῶντας τὴν εὐπρέπειαν τοῦ οἴκου» του Θεού. Με προσωπική του επιμέλεια επιλέχθηκαν, μεταφέρθηκαν και τοποθετήθηκαν οι Ιερές Εικόνες, καντήλες, προσκυνητάρια, μαρμάρινο μεσοβυζαντινό τέμπλο και μαρμάρινη παλαιοχριστιανικού τύπου Αγία Τράπεζα. Φρόντισε για την εικονογράφηση του Παρεκκλησίου όπου αγιογραφήθηκαν οι Άγιοι που έχουν τα ίδια ονόματα με τα μέλη της βασιλικής οικογένειας (Απόστολοι Πέτρος, Παύλος, Ανδρέας, Άγιοι Κωνσταντίνος, Γεώργιος, Χριστοφόρος, Νικόλαος, Όλγα, Σοφία, Ειρήνη, Ελισάβετ, Αικατερίνη, Ελένη, Μαρίνα κλπ). Σχημάτισε παιδική εκκλησιαστική χορωδία, διαρρύθμισε τις Ιερές Ακολουθίες σύμφωνα με το ανακτορικό βυζαντινό τυπικό και τοποθετήθηκε εφημέριος και πρωθιερέας των Ανακτόρων ο Αρχιμανδρίτης π. Ιερώνυμος Κοτσώνης (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών). Έπειτα, ο Βασιλιάς Παύλος καθιέρωσε την ραδιοφωνική μετάδοση της Θείας Λειτουργίας από το βασιλικό Παρεκκλήσιο με σκοπό, όπως έλεγε, να βοηθήσει στην χριστιανική διαπαιδαγώγηση του λαού μας και να νιώθει τον λαό να συμπροσεύχεται μαζί του. Έτσι, εκπλήρωσε τον βαθύ του πόθο να λατρεύει τον Θεό, ήσυχα και κατανυκτικά, απαλλαγμένος από επισημότητες και πρωτόκολλα που του επέβαλλαν οι δημόσιες εμφανίσεις.
* Ιδιαίτερος δάσκαλος για τα Θρησκευτικά: Ο Παύλος φρόντισε για την επιμελημένη χριστιανική διαπαιδαγώγηση των 3 παιδιών του. Ενώ άλλες εύπορες οικογένειες παίρνουν για τα παιδιά τους ιδιαίτερο δάσκαλο μόνο για ξένες γλώσσες, πιάνο, βιολί ή και γυμναστική, οι Βασιλείς παρέδωσαν τα παιδιά τους σε ιδιαίτερο δάσκαλο για να διδαχθούν την χριστιανική αγωγή! Ήταν το μόνο μάθημα που Κωνσταντίνος, Σοφία, Ειρήνη δεν παρακολουθούσαν στην Σχολή Αναβρύτων (σχολείο με παιδιά της ηλικίας τους και από όλες τις κοινωνικές τάξεις).
* Θεία Μετάληψη: Μετά από την καθιερωμένη νηστεία του Σαββάτου, ο Παύλος και τα όλα τα μέλη της Βασιλικής Οικογένειας πήγαιναν στην ιερά Εξομολόγηση. Την επόμενη μέρα το πρωί προσέρχονταν στην Θεία Λειτουργία. Στην ώρα του Κοινωνικού πρώτος ο Βασιλιάς και ύστερα τα υπόλοιπα μέλη, με την σειρά τους, ασπάζονταν τις ιερές Εικόνες του τέμπλου και επέστρεφαν στις θέσεις τους. Έπειτα πλησίαζαν προς την Θεία Κοινωνία. Ο Παύλος προσκυνούσε μπροστά στο Άγιο Ποτήριο, σηκωνόταν, κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια, ασπαζόταν πάλι το Άγιο Ποτήριο και πήγαινε σ΄ ένα τραπεζάκι που ήταν ετοιμασμένο στα πλάγια του Ναού, έπαιρνε το Αντίδωρό του, έπινε λίγο νάμα και γυρίζοντας στην θέση του έδινε από ένα φιλί σ΄ όσους είχαν επίσης κοινωνήσει. Στο τέλος, πριν το «δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν», ο Παύλος ερχόταν μπροστά στην εικόνα του Χριστού και διάβαζε την Ακολουθία της Θείας Ευχαριστίας. Μετά το «δι᾿ εὐχῶν» έφευγε ο καθένας με την συνηθισμένη του τάξη.
* Νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής: Τις πρώτες 3 ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής η Βασιλική Οικογένεια κατέλυε μόνο ωμά φρούτα και λαχανικά και κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια το απόγευμα της Καθαράς Τετάρτης στην πρώτη Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία που τελούνταν στο βασιλικό Παρεκκλήσιο. Καθ΄ όλη την διάρκεια την διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής τηρούνταν αυστηρώς η νηστεία μέσα στο Παλάτι, στοιχείο που το μεταβίβασε ο Παύλος και στα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας του.
Ο Βασιλιάς αγαπούσε εντελώς ξεχωριστά τις ακολουθίες της Μ. Τεσσαρακοστής και ακόμα περισσότερο τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας και απ΄ αυτές πάλι τα «Δώδεκα Ευαγγέλια» με επικεφαλής το πρώτο από τα Δώδεκα. Αγαπούσε πολύ αυτήν την περικοπή επειδή περίληψη όλου του μηνύματος του Κυρίου. Κανόνιζε πριν από μήνες, έτσι τις υποχρεώσεις του, ώστε να βρίσκεται στην Αθήνα και να είναι ελεύθερος στις ώρες των ακολουθιών της Μ. Τεσσαρακοστής, και μάλιστα της πρώτης και της τελευταίας εβδομάδος, για να μην λείψει ούτε και από μία. Πρωί και βράδυ, όλες τις μέρες αυτών των δύο εβδομάδων, καθώς και το πρωί κάθε Τετάρτης και το πρωί και το βράδυ κάθε Παρασκευής, σ΄ όλη την διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής, πρώτος έμπαινε στο Παρεκκλήσιο της Αναστάσεως και πίσω του, κατά ιεραρχική σειρά, τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογένειας για να συμμετάσχουν στις Προηγιασμένες Λειτουργίες και τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου.
Ο Παύλος γνώριζε σχεδόν απ΄ έξω τις περισσότερες ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας και έδειχνε ιδιαίτερη προσοχή στο καθιερωμένο για το Παλάτι Τυπικό. Επί παραδείγματι, σε μία ακολουθία του Μεγάλου Αποδείπνου, ο π. Ιερώνυμος από λησμοσύνη παρέλειψε να πει μία ευχή. Μετά το πέρας της ακολουθίας, ο Βασιλιάς συνάντησε τον Αρχιμανδρίτη στο σαλόνι και τον ρώτησε «Πάτερ Ιερώνυμε, γιατί απόψε παραλείψατε να πείτε το "Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου"»; Θεωρούσε αυτονόητη για κάθε Ορθόδοξο Χριστιανό την ενημερότητα στην πνευματική μας ζωή και απορούσε γιατί υπάρχουν πρόσωπα που δεν είχαν ιδέα απ΄ αυτά τα ζητήματα!
* Βαθύς του πόθος: η θρησκευτική αναγέννηση της Ελλάδος. Πίστευε πως αν όλα στην Ελλάδα αναγεννηθούν και προοδεύσουν και αν υποτεθεί πως σε όλα γίνουμε ο πρώτος λαός της Ευρώπης, αν δεν προοδεύσουμε ανάλογα και στον "τομέα" της Εκκλησίας, η Ελλάδα κινδυνεύει να χαθεί γιατί η "πρόοδός" της δεν θα είναι αληθινή και ουσιαστική, με θεμέλια αλλά θα είναι επιφανειακή. Και πονούσε τρομερά, καθώς έβλεπε πως στα εκκλησιαστικά βαδίζουμε με βήμα σημειωτόν, ενώ σ΄ όλους τους άλλους κλάδους όλο και κάτι γίνεται. Γι΄ αυτό φιλοδοξούσε και ποθούσε μ΄ όλη του την καρδιά να βοηθήσει την Εκκλησία στο έργο και την αναγέννησή της. Και ευκαιριών δοθέντων το έπραξε!
* Αντικρύζοντας τον θάνατο: Ο Βασιλιάς Παύλος πέθανε από καρκίνο του στομάχου στις 6 Μαρτίου 1964. Τις τελευταίες μέρες του βίου του δεν είχε απλώς ένα προαίσθημα για τον επικείμενο θάνατό του. Ήταν απολύτως βέβαιος ότι σε λίγο θα άφηνε τον κόσμο αυτό για να περάσει στην αιώνια ζωή. Για εκείνον ο θάνατος δεν ήταν κάτι τρομερό και το αποτρόπαιο, δεν ήταν το τέλος, αλλά μία αλλαγή, μία απολύτρωση από τα εγκόσμια και τα πρόσκαιρα. Ήταν πέρασμα σε μία ανέκφραστη χαρά και ευτυχία «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος». Βοήθησε όλους τους γύρω του να δεχθούν την αποχώρησή του όχι σαν ένα χωρισμό, αλλά σαν έναν εξαγιασμό, όπου αυτός που έφευγε και εκείνοι που έμειναν συνδέθηκαν ακόμη στενότερα στην αγάπη τους προς τον Θεό και ανάμεσά τους. Για τον Παύλο η δοκιμασία της ανίατης αρρώστιας ήταν μία αληθινή ευλογία που του είχε χαρίσει μία ανέκφραστη χαρά! Η τελευταία του φράση απευθυνόταν στον ελληνικό λαό: «Τοὺς εὺχαριστῶ καὶ τοὺς ἀποχαιρετῶ» και στις 4:12 τα ξημερώματα της 6ης Μαρτίου 1964 παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Το ίδιο ακριβώς δευτερόλεπτο το κανδηλάκι που έκαιγε μπροστά στην ιερή εικόνα της Μεγαλόχαρης που την έφεραν από την Τήνο και στην οποία είχε ιδιαίτερη ευλάβεια, έχανε και εκείνο το φως του! Για να υπογραμμίσει πως εκείνος ο Βασιλιάς άφηνε αυτόν τον πρόσκαιρο κόσμο για να περάσει στην Βασιλεία της ατελείωτης χαράς για να συναντήσει τον «Βασιλέα τῶν Βασιλευόντων».
Στον μαρμάρινο τάφο του γράφτηκε το παρακάτω απόσπασμα από την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου που βρίσκεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον: «Εγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω. Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς».
Αυτός ήταν ο Βασιλιάς Παύλος. Αυτή η ανεπτυγμένη πνευματικότητα λείπει από τους πολιτικούς άρχοντες. Αυτή η βαθιά πίστη στον Θεό και την Εκκλησία. Υπήρξε πνευματικό πρότυπο αρχηγού κράτους, όπως και ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας. Όπως τόνισε κάποτε ο Βασιλιάς Παύλος: «Δέον νὰ ἀναλάβωμεν τὴν θείαν ἡμῶν κληρονομίαν καὶ, διὰ χριστιανικῆς σκέψεως, νὰ ἀποδείξωμεν ὃτι είμεθα τέκνα τοῦ Θεοῦ».
- «Θεράπευε τὴν προσβολὴν διὰ τῆς συγγνώμης, τὴν διχόνοιαν διὰ τῆς ἐνότητος, τὴν πλάνην διὰ τῆς ἀληθείας, τὴν ἀμφιβολίαν διὰ τῆς πίστεως».
Βασιλιάς Παύλος, 28 Ιουνίου 1958, κατά την τελετή ενηλικίωσης του Διαδόχου Κωνσταντίνου.
- «Πολὺ πρὶν ἡ ἐπιστήμη ἐπιτελέσει τὰς σημερινὰς της ἀνακαλύψεις, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐξέφρασε τὴν ἀλήθειαν διὰ τῆς ἰδίας Αὑτοῦ ζωῆς, τῶν λόγων, τῶν πράξεων Αὑτοῦ. [...] Ὁ Χριστὸς διὰ τῆς ζωῆς Του μᾶς ἔδειξε τὸν δρόμον τῆς ἐνότητος μὲ τὸν Θεὸν καὶ μᾶς ἐζήτησε νὰ ἀκολουθήσωμεν τὸ παράδειγμὰ Του οὐχὶ πλέον διὰ τῶν λόγων μας. Μᾶς προσέφερεν πρὸς τοῦτο μίαν ἀπλὴν μέθοδον, ζωντανὴν καὶ ὑπάρχουσαν ἤδη ἐν τῇ πείρᾳ τῆς ζωῆς ἡμῶν: τὴν Ἀγάπην».
Βασιλιάς Παύλος, 28 Μαΐου 1955, κατά την ανακήρυξή του σε επίτιμο διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.
* Αντικρύζοντας τον θάνατο: Ο Βασιλιάς Παύλος πέθανε από καρκίνο του στομάχου στις 6 Μαρτίου 1964. Τις τελευταίες μέρες του βίου του δεν είχε απλώς ένα προαίσθημα για τον επικείμενο θάνατό του. Ήταν απολύτως βέβαιος ότι σε λίγο θα άφηνε τον κόσμο αυτό για να περάσει στην αιώνια ζωή. Για εκείνον ο θάνατος δεν ήταν κάτι τρομερό και το αποτρόπαιο, δεν ήταν το τέλος, αλλά μία αλλαγή, μία απολύτρωση από τα εγκόσμια και τα πρόσκαιρα. Ήταν πέρασμα σε μία ανέκφραστη χαρά και ευτυχία «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος». Βοήθησε όλους τους γύρω του να δεχθούν την αποχώρησή του όχι σαν ένα χωρισμό, αλλά σαν έναν εξαγιασμό, όπου αυτός που έφευγε και εκείνοι που έμειναν συνδέθηκαν ακόμη στενότερα στην αγάπη τους προς τον Θεό και ανάμεσά τους. Για τον Παύλο η δοκιμασία της ανίατης αρρώστιας ήταν μία αληθινή ευλογία που του είχε χαρίσει μία ανέκφραστη χαρά! Η τελευταία του φράση απευθυνόταν στον ελληνικό λαό: «Τοὺς εὺχαριστῶ καὶ τοὺς ἀποχαιρετῶ» και στις 4:12 τα ξημερώματα της 6ης Μαρτίου 1964 παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Το ίδιο ακριβώς δευτερόλεπτο το κανδηλάκι που έκαιγε μπροστά στην ιερή εικόνα της Μεγαλόχαρης που την έφεραν από την Τήνο και στην οποία είχε ιδιαίτερη ευλάβεια, έχανε και εκείνο το φως του! Για να υπογραμμίσει πως εκείνος ο Βασιλιάς άφηνε αυτόν τον πρόσκαιρο κόσμο για να περάσει στην Βασιλεία της ατελείωτης χαράς για να συναντήσει τον «Βασιλέα τῶν Βασιλευόντων».
Στον μαρμάρινο τάφο του γράφτηκε το παρακάτω απόσπασμα από την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου που βρίσκεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον: «Εγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω. Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς».
Αυτός ήταν ο Βασιλιάς Παύλος. Αυτή η ανεπτυγμένη πνευματικότητα λείπει από τους πολιτικούς άρχοντες. Αυτή η βαθιά πίστη στον Θεό και την Εκκλησία. Υπήρξε πνευματικό πρότυπο αρχηγού κράτους, όπως και ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας. Όπως τόνισε κάποτε ο Βασιλιάς Παύλος: «Δέον νὰ ἀναλάβωμεν τὴν θείαν ἡμῶν κληρονομίαν καὶ, διὰ χριστιανικῆς σκέψεως, νὰ ἀποδείξωμεν ὃτι είμεθα τέκνα τοῦ Θεοῦ».
- «Θεράπευε τὴν προσβολὴν διὰ τῆς συγγνώμης, τὴν διχόνοιαν διὰ τῆς ἐνότητος, τὴν πλάνην διὰ τῆς ἀληθείας, τὴν ἀμφιβολίαν διὰ τῆς πίστεως».
Βασιλιάς Παύλος, 28 Ιουνίου 1958, κατά την τελετή ενηλικίωσης του Διαδόχου Κωνσταντίνου.
- «Πολὺ πρὶν ἡ ἐπιστήμη ἐπιτελέσει τὰς σημερινὰς της ἀνακαλύψεις, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐξέφρασε τὴν ἀλήθειαν διὰ τῆς ἰδίας Αὑτοῦ ζωῆς, τῶν λόγων, τῶν πράξεων Αὑτοῦ. [...] Ὁ Χριστὸς διὰ τῆς ζωῆς Του μᾶς ἔδειξε τὸν δρόμον τῆς ἐνότητος μὲ τὸν Θεὸν καὶ μᾶς ἐζήτησε νὰ ἀκολουθήσωμεν τὸ παράδειγμὰ Του οὐχὶ πλέον διὰ τῶν λόγων μας. Μᾶς προσέφερεν πρὸς τοῦτο μίαν ἀπλὴν μέθοδον, ζωντανὴν καὶ ὑπάρχουσαν ἤδη ἐν τῇ πείρᾳ τῆς ζωῆς ἡμῶν: τὴν Ἀγάπην».
Βασιλιάς Παύλος, 28 Μαΐου 1955, κατά την ανακήρυξή του σε επίτιμο διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.