Του Διακόνου Θεοδώρου Χατζηευστρατίου, της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης.
β’. Πρώτα ἄς ξεκινήσουμε μιλώντας γιὰ τὸ τὶ εἶναι πίστη. Πίστη εἶναι ἡ σχέση ποὺ ἐλεύθερα ξεκινᾶ, καλλιεργεῖ καὶ ἀναπτύσσει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό. Αὐτὴν τὴν σχέση τὴν ξεκίνησε πρώτα ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μᾶς ἔπλασε. Μᾶς χάρισε τὰ πάντα ἀλλὰ ἐμεῖς διακόψαμε αὐτὴν τὴν σχέση, ἐπειδὴ ἐμπιστευθήκαμε τὸν πειρασμὸ καὶ τὸν ἐγωισμό μας. Ὅμως ὁ Θεὸς, ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ τόσο πολὺ, δὲν μᾶς ἄφησε, ἀλλὰ ἔγινε ὁ Ἴδιος τέλειος ἄνθρωπος, φτάνοντας μάλιστα στὸ ἔσχατο σημεῖο θυσίας καὶ ἐξευτελισμοῦ γιὰ ἐμᾶς: τὸν σταυρικὸ θάνατο. Μὰ ἀναστήθηκε καὶ μαζί Του ἀναστηθήκαμε κι ἐμεῖς. Ἔτσι μᾶς ἔδειξε ὅτι πίστη σημαίνει ἐμπιστοσύνη καὶ αὐτοπαράδοση. Ἐμπιστοσύνη καὶ αὐταπαράδοση στὸ θέλημα, στὴν Ἀγάπη καὶ στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
γ’. Μία γυναῖκα, λοιπόν, ποὺ δὲν ἦταν Ἰσραηλίτισσα ἀλλὰ Ἑλληνίδα ἀπὸ τὴν Χαναὰν τῆς Φοινίκης, ποὺ δὲν ἦταν μέσα στὸ γράμμα καὶ τὴν σκιὰ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ νόμου, ἀλλὰ εἰδωλολάτρισσα μᾶς διδάσκει ποιὰ εἶναι ἡ πραγματικὴ πίστη. Μία ἀλλόπιστη καὶ ἀλλοεθνὴς μᾶς ἔδειξε τὶ σημαίνει νὰ πιστεύεις. Ξεπερνᾶ ὅλα τὰ στενὰ ὅρια τῆς θρησκείας καὶ τῆς φυλετικῆς διακρίσεως καὶ βρίσκει στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τὸν ἀπεσταλμένο ἀπὸ τὸν Θεὸ νικητὴ τῆς φθορᾶς καὶ ἐλευθερωτὴ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴν ἀσθένεια.
δ’. «Ἐλέησέ με, Κύριε, γιὲ τοῦ Δαβίδ· ἡ θυγατέρα μου βασανίζεται ἀπὸ δαιμόνιο» φωνάζει στὸν Χριστὸ ἡ μητέρα. Ἐδὼ βλέπουμε μία ἀσυνήθιστη εἰκόνα: Ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ τὸ θεῖο ἔλεος καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἀπαντᾶ. Ἡ πίστη τῆς Χαναναίας ὅμως παραμένει ἀνεπηρέαστη καὶ ἀκλόνητη ἀπὸ τὴν σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ. Μπαίνει σὲ δοκιμασία ἀλλὰ δὲν κάμπτεται. Δὲν εἶναι λίγο πράγμα, νὰ ζητᾶς ἀπὸ κάποιον κάτι, νὰ μὴ σοῦ ἀπαντᾶ, νὰ σὲ περιφρονεῖ, καὶ ἐσὺ νὰ ἐπιμένεις. Μόνο ἄν εἶσαι βέβαιος ὅτι θὰ λάβεις τὸ αἰτούμενο, τολμᾶς καὶ ἐπιμένεις. Ἡ βεβαιότητα καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Ἰησοῦ κάνουν τὴν πίστη τῆς Χαναναίας σταθερὴ καὶ ἀκλόνητη.
ε’. Ἡ Χαναναία ἐπιμένει κι ἔρχεται ὁ Χριστὸς καὶ τῆς λέει ὅτι «δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρω τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν καὶ νὰ τὸ ρίξω στὰ σκυλιά». Οὐσιαστικὰ τὴν χαρακτηρίζει σκυλί και – το σπουδαιότερο ; - ἐκείνη τὸ ἀποδέχεται! Ἄρα, ἡ πίστη ἔχει μέσα της ταπείνωση, ταπεινὸ φρόνημα. Πολλὰ σηκώνει κι ἀντέχει ὁ πόνος κι ἡ στοργὴ μιᾶς μητέρας. Κι ὄχι μόνο ἀντέχει ἡ πληγωμένη ἀλλὰ καὶ πιστὴ αὐτὴ γυναίκα, μὰ ἀπαντᾶ στὸν Χριστὸ καὶ τοῦ λέει: «Ναὶ, Κύριε· καὶ τὰ σκυλιὰ τρῶνε ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν ἀφεντικῶν τους». Ὁ Χριστὸς συντρίβεται! Τώρα Αὐτὸς δὲν ἀντέχει ν’ ἀντισταθεῖ ἄλλο καὶ ξεσπᾶ: «Γυναίκα, ἔχεις μεγάλη πίστη! Ἄς γίνει σέ σένα ὅπως θέλεις». Κι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως πάντα, εἶναι ἔργο καὶ θεραπεύεται ἡ κόρη της ἀπό αὐτὴν τὴν ὥρα!
στ’. Ἐκεῖνο ποὺ δεσμεύει, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὸν Θεὸ εἶναι ἡ πίστη. Ἐκεῖνο ποὺ μετρᾶ γιὰ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἡ καταγωγὴ, τὰ προνόμια, ἡ θέση, ἡ μόρφωση, ἀλλὰ ἡ ζωντανὴ πίστη, ἡ ὁποῖα μπορεῖ καμμιὰ φορὰ νὰ βασανίζεται καὶ νὰ τυραννιέται ἀλλὰ τελικὰ ξεπερνᾶ τοὺς ὀρθολογισμούς. Ἡ Χαναναία ἔζησε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ τὴν ἀπόρριψη, ἄκουσε ἀπὸ τὸ στόμα του τὴν προσβολή, κι ὅμως δὲν πτοήθηκε. Συνέχισε νὰ ἐπιμένει. Ἐμεῖς μὲ τὴν παραμικρὴ δυσκολία, ἐπιρρίπτουμε τὶς εὐθύνες στὸν Θεό καὶ χάνουμε τὴν πίστη μας. Αὐτὸ σημαίνει ἔχουμε μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἐαυτό μας, ἕναν θηριώδη ἐγωισμό, ὁ ὁποῖος μπαίνει ἀνάμεσα σὲ ἐμᾶς καὶ τὸν Χριστό, καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ Τὸν ἐμπιστευτοῦμε.
ζ’. Ἄς κρατήσουμε τρία πράγματα ἀπὸ τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Πρῶτον, ἡ πίστη μας δυναμώνει ὅσο μικρότερη γνώμη ἔχουμε γιὰ τὸν ἐαυτό μας. Ὅσο μεγαλύτερη γνώμη ἔχουμε γιὰ τὸν ἐαυτό μας, τόσο λιγότερο θὰ ἐμπιστευόμαστε τὸν Χριστό. Ὅταν λοιπὸν ἀρχίσουμε κι ἐμεῖς νὰ ἀδειάζουμε ἀπὸ ἐγωισμό, θὰ γεμίσουμε ἀπό ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο του Χριστού. Καὶ δεύτερον, αὐτὴν τὴν παρακλητικὴ κραυγὴ τῆς Χαναναίας, αὐτὸ το «ἐλέησόν με, Κύριε» νὰ τὸ κρατήσουμε. Εἶναι ἡ νοερὴ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ, ἐλέησόν με». Ἀδιαλείπτως νὰ τὴν λέμε ὅλοι μας, γιὰ νὰ ζοῦμε πάντα μέσα στὴν θύμηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν γλυκειὰ αἴσθηση τῆς παρουσίας Του στὸν λογισμό μας καὶ στὴν καρδιά μας.
η’. Τρίτον, ὅτι ἡ πίστη μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὄχι σὲ ἕνα ἀόριστο σύστημα Χριστιανισμοῦ, εἶναι σχέση. Καὶ αὐτὴ ἡ σχέση δίνει ζωὴ, νόημα καὶ περίσσευμα ζωῆς στὰ πάντα. Καὶ ἡ πίστη βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὴν λογική. Δὲν θὰ τὴν βροῦμε στὴν τάξη τοῦ μυαλοῦ, ἀλλὰ στὴν τάξη τῆς καρδιᾶς. Ἡ πραγματικὴ πίστη δὲν χρειάζεται ὑποστηρίγματα τῆς λογικῆς γιὰ νὰ πεισθεῖ τὸ μυαλό μας. Ἀρκεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ τὸ αἴτημά μας καὶ ἡ προσευχή μας ἄς εἶναι πάντοτε: «Κύριε, πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. 17, 5). Ἀμήν.
Πηγές
α) Διονυσίου Ψαριανοῦ, Ἐπισκόπου Κοζάνης, Οἰκοδομὴ καὶ Παράκλησις 1969-1973, Κήρυγμα 8-2-1970, σελ. 89-92.
β) Ιωάννου Καραβιδοπούλου, Ὁδὸς ἐλπίδας, Κήρυγμα Χαναναίας, σελ. 68-70.
γ) Ἰερωνύμου Νικολόπουλου, Ἐπισκόπου Λαρίσης, Κυριακοδρόμιον.