Δεν είμαστε θρησκεία, δεν είμαστε Χριστιανισμός. Είμαστε Εκκλησία, η Ορθόδοξη Εκκλησία, η «μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολική Ἐκκλησία» η οποία είναι πίστη σαρκωμένη, είναι αποκάλυψη, είναι φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο: «Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν».

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Γράφει ο Θεόδωρος Χατζηευστρατίου, φοιτητής του Τμήματος Ποιμαντικής & Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ.

Προεπισκόπηση    «Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς» (Γεν. 1,28). Ο Θεός δίνει στον πρωτόπλαστο άνθρωπο την εντολή να προστατεύει την φυσική δημιουργία κάνοντάς τον έτσι «διαχειριστή» και «οικονόμο» της κτίσεως, και όχι ιδιοκτήτη της. Δημιούργησε τον κόσμο, σύμφωνα με την διήγηση της Αγίας Γραφής, «καλόν λίαν», και όχι «τέλειον», γιατί ο άνθρωπος καλείται να φροντίζει τον κόσμο και την φύση. Το περιβάλλον και η φύση είναι δημιουργία του Θεού, προσφέρει στον άνθρωπο κάποια θεογνωσία και φανερώνει το μεγαλείο και την λαμπρότητα του Δημιουργού. Ο ίδιος ο άνθρωπος έχει καταγωγή από την φυσική δημιουργία, διότι ο Θεός τον έπλασε με χώμα. Ο άνθρωπος καλείται να διαφυλάσσει, να φροντίζει, να χαίρεται και να προστατεύει την φυσική δημιουργία. Οι σχέσεις με το περιβάλλον ήταν αρμονικές όπως και οι σχέσεις με τα ζώα ήταν σχέσεις συνεργασίας!
    «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καί πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ» όπως αναφέρει και ένας στίχος του 23ου Ψαλμού. Όμως η πτώση διέστρεψε τον ανθρώπινο τρόπο σκέψης και ζωής και διεκόπη αυτή η αρμονική σχέση με την υπόλοιπη δημιουργία. Το αποτελέσματα είναι τραγικά καθώς βασανίζουν ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ο άνθρωπος σκέφτεται με εγωισμό και πονηριά, με απληστία και ανωριμότητα, με αχαριστία στον Θεό και απερισκεψία για τον εαυτό του & τις επόμενες γενιές. Σκέφτεται τα συμφέροντά του. Το αποκορύφωμα καταστροφής και αλαζονείας του ανθρώπου πραγματοποιείται στην εποχή μας όπου το ένα πρόβλημα γεννά το άλλο. Ατμοσφαιρική ρύπανση λόγω των καυσαερίων, μόλυνση των υδάτων λόγω αποβλήτων των εργοστασίων, συσσώρευση σκουπιδιών, πυρπόληση δασών, «τρύπα του όζοντος», «φαινόμενο του θερμοκηπίου», λιώσιμο πάγων, καύσωνες, υπερθέρμανση του πλανήτη. Αποτέλεσμα: θάνατος!!! Όπως αναφέρει και ένας εσπερινός ύμνος της Εκκλησίας μας: «Γέγονα… μολυσμὸς ἀέρος, καὶ γῆς καὶ ὑδάτων».
    Ο Χριστός, με την ενανθρώπησή Του, τον άνθρωπο «εἰς τὸ καθ᾿ ὁμοίωσιν ἐπανήγαγε, τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμορφώσασθαι». Ο άνθρωπος πλέον ζει την «καινὴν κτίσιν», μέσα στο Σώμα του Χριστού, σε μία κοινωνία «προς τελείωσιν», την Εκκλησία, της οποίας υπέρτατο μυστήριο είναι η Θεία Λειτουργία που είναι το κέντρο της ζωής, ο άξονας της Θείας Λατρείας, η πηγή της χάριτος και του αγιασμού για τον άνθρωπο. Η Εκκλησία δεν αδιαφορεί για τον κόσμο και τις υλικές ανάγκες του ανθρώπου. Αντίθετα, γνωρίζει και αποδέχεται πως ο κόσμος είναι δημιουργία του Θεού και μάλιστα «καλός λίαν». Δεν παραβλέπουμε όμως τα προβλήματα που υπάρχουν στην φύση εξαιτίας της πτώσης και διαχρονικά των απερισκεψιών του ανθρώπου. Η Θεία Λειτουργία είναι η θετική πράξη αναγνώρισης της θείας δημιουργίας, αποδοχής αυτής της τραγικής κατάστασης της φύσεως αλλά και μεταμόρφωσής της σ΄ αυτό που πρέπει να είναι, που η αμαρτία το παραμορφώνει. Γι΄ αυτό και γίνεται «αναφορά», προσφορά στον Θεό Πατέρα. Κύριο παράδειγμα είναι οι υλικές προσφορές μας στην ευχαριστιακή σύναξη (π.χ. άρτος, οίνος, έλαιον) για την τέλεση της αναιμάκτου θυσίας. Τα «ὑπομνήματα τοῦ σωτηρίου πάθους» προέρχονται από το σιτάρι και τα σταφύλια, τα οποία μας έδωσε ο Θεός ως πρώτη ύλη τροφής, εμείς τα παρασκευάζουμε σε ψωμί και κρασί και τα «ἀναφέρουμε» στον Θεό Πατέρα, ώστε με την μεταβολή τους από το Άγιο Πνεύμα σε Σώμα και Αίμα Χριστού, να ενωθούμε με τον Θεό, να γίνουμε «θεοφόροι», «χριστοφόροι», «σύσσωμοι» και «σύναιμοι Χριστοῦ». Γι΄ αυτό και ο ιερουργών λειτουργός λέει σε κάθε Θεία Λειτουργία: «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα».
Προεπισκόπηση    Επίσης, η Εκκλησία δέεται «Ὑπὲρ εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς, καὶ καιρῶν εἰρηνικῶν» και στην Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου εκτενέστερα «εὐκράτους καὶ ἐπωφελεῖς τοὺς ἀέρας ἡμῖν χάρισαι, ὄμβρους εἰρηνικοὺς τῇ γῇ πρὸς καρποφορίαν δώρησαι, εὐλόγησον τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου». Στην ευχή της 1ης Σεπτεμβρίου που είναι η αρχή του εκκλησδιαστικού έτους, προσεύχεται ως εξής σε ένα σημείο: «…τὴν ἀτμόσφαιραν ἡμῶν καὶ τὴν γῆν ἅπασαν, ἐκ λυμεώνων χαλεπῶν, διατήρει ἀσινῆ…». Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στην Θεία Λειτουργία που έγραψε δέεται για την φυσική δημιουργία με τα εξής όμερφα και ιερά λόγια: «Μνήσθητι, Κύριε, τοῦ ἀέρος καὶ τῶν καρπῶν τῆς γῆς, τῆς συμμέτρου ἀναβάσεως τῶν ποταμείων ὑδάτων, τῶν ὑετῶν καὶ τῶν σπορίμων τῆς γῆς [...] Εὔφρανον πάλιν καὶ ἀνακαίνισον τὸ πρόσωπον τῆς γῆς. Τοὺς αὔλακας αὐτῆς μέθυσον, πλήθυνον τὰ γεννήματα αὐτῆς, παράστησον ἡμῖν αὐτὰ εἰς σπέρμα, καὶ εἰς θερισμὸν, καὶ νῦν εὐλογῶν εὐλόγησον. Τὴν ζωὴν ἡμῶν οἰκονόμησον». Ό,τι ζει πάνω στην γη περιμένει την ευδοκία του Θεού. Κάθε πτυχή της ζωής του ανθρώπου τοποθετείται μέσα στην χάρη του Θεού. 
    Στην ζωή των μελών της Εκκλησίας το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας είναι αυτό το οποίο χαριτώνει και αγιάζει τον άνθρωπο. Σημειωτέον, πως η Θεία Ευχαριστία δεν περιορίζεται για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μέσα στον Ναό αλλά επεκτείνεται σ΄ όλες τις δραστηριότητες και την ζωή των πιστών που καλούνται οι ίδιοι να μεταμορφωθούν και να μεταμορφώσουν αυτές τις δραστηριότητες «πρὸς δόξαν Θεοῦ» και για την ωφέλεια των συνανθρώπων τους. Σε αρχαίες θείες Λειτουργίες, κυρίως στον χώρο της Ανατολής, υπάρχει έντονο το στοιχείο του υλικού κόσμου και του αγιασμού του μέσα από καθαγιαστικές ευχές, κυρίως «εὐχές τῆς Ἀναφορᾶς». Αλλά και σε άλλα ιερά μυστήρια και ακολουθίες χρησιμοποιούνται ύλες και στοιχεία της φύσης. Στο Μυστήριο του Γάμου χρησιμοποιείται και ευλογείται το κρασί, στο Βάπτισμα και την ακολουθία του Αγιασμού το νερό, στο Ευχέλαιο το λάδι. Επίσης, υπάρχουν ευχές για την ευλογία αντικειμένων και δραστηριοτήτων του ανθρώπου, π.χ. ευλογία για το φύτεμα ενός αμπελώνα, για την έναρξη κοινωφελών έργων, για την θεμελίωση ενός σπιτιού, για την δημιουργία μίας ποίμνης κλπ. Άλλο παράδειγμα είναι ο αγιασμός των υδάτων. Η Δεσποτική εορτή των Θεοφανείων εκτός από φανέρωση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος είναι και ημέρα αγιασμού των υδάτων, της φύσεως. Αυτό φανερώνει πόσο η Εκκλησία σέβεται την φύση, πόσο απαραίτητη και αλληλένδετη την θεωρεί με τον άνθρωπο και πόσο θέλει να την επαναφέρει στο «ἀρχαῖον κάλλος». Έτσι, ο πιστός νιώθει παντού την χάρη του Θεού.
Προεπισκόπηση    Για να κατανοήσουμε την ευαισθησία της Εκκλησίας πολύ καλύτερα πρέπει να ενσκήψουμε και να ενστερνιστούμε το δοκιμασμένο πρότυπο του ολιγαρκούς ανθρώπου με την ασκητική του ζωή και την ίδια του την στάση, ως μέλους της Εκκλησίας, απέναντι στην φύση. Η απλότητα, την οποία προβάλλει το χριστιανικό πρότυπο της ασκητικής ζωής, είναι ένα γεγονός που συμβάλλει αποτελεσματικά στην προστασία και διαφύλαξη του περιβάλλοντος, δυναμικό αντίβαρο στην υπερκατανάλωση και την υπερβολή που ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Η Εκκλησία υπενθυμίζει στον άνθρωπο πως είναι «φύσει ὀλιγαρκής» (Μ. Βασίλειος, Εἰς τὸ πρόσεχε σεαυτῶ). Οι άνθρωποι που έκαναν πραγματικότητα αυτήν την ασκητική ζωή είναι οι Άγιοι. Οι Άγιοι, οι οποίοι διακρίνονται για το «ασκητικό» τους ήθος, δεν προβάλλονται απλά για μία τυπική τιμή αλλά κυρίως για πρότυπα στον άνθρωπο. Πολλά μπορούμε να διδαχθούμε από τον βίο τους, τις αρετές και την συμπεριφορά τους. Υπάρχουν περιπτώσεις Αγίων και ευσεβών ανθρώπων που στεναχωριούνταν ακόμα για τον θάνατο ενός ζώου (π.χ. πουλιού) ή που ζούσαν μία ειρηνική και φιλική κατάσταση με άγρια ζώα ή και συνομιλούσαν μαζί τους. Είναι αυτοί που διδάσκουν, τόσο με τον λόγο τους αλλά προ πάντων με την ίδια τους την ζωή, πως τα υλικά αγαθά είναι και αυτά δώρα του Θεού τα οποία ο άνθρωπος καλείται να τα αξιοποιήσει και να τα απολαύσει, όχι όμως να κάνει κατάχρησή τους γιατί αυτό θα τον οδηγήσει στα πάθη.
    Ο άνθρωπος είναι μία ενιαία ψυχοσωματική οντότητα με εσχατολογική προοπτική ζωής και καλείται να αντιμετωπίζει τον συνάνθρωπό του ως «κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ». Αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο στην σχέση του με την φύση την οποία την αντιμετωπίζει ως δημιουργία και δώρο του Θεού, ως μεγαλείο και «κάλλος» της δημιουργίας, την οποία θέλει να την προστατεύει και να την φροντίζει επιμελώς και διαρκώς στην πορεία του προς το «καθ΄ ομοίωσιν». Έτσι, ενισχύεται με ελπίδα, αποκτά θετική στάση, κατανόηση της ιερότητας της φυσικής δημιουργίας, διάθεση αλλαγής για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του περιβάλλοντος και διαρκή επαγρύπνηση για την προστασία και φροντίδα της φύσεως. Η Εκκλησία συμβάλλει τα μέγιστα στην επίλυση του ακανθώδους προβλήματος που ταλαιπωρεί τον πλανήτη μας. Δεν μιλά για παροδικές και επιδερμικές λύσεις αλλά τονίζει το κέντρο του προβλήματος που είναι ο άνθρωπος και η νοοτροπία του. Εκεί πρέπει να επικεντρωθούμε ώστε η προσευχή του Λειτουργού να γίνει θεία δώρο και πραγματικότητα: «Εὔφρανον πάλιν καὶ ἀνακαίνισον τὸ πρόσωπον τῆς γῆς». Αμήν.

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΚΛΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

Εἰς τὰ Ἅγια Θεοφάνεια 
  Ἁγίου Πρόκλου Πατριάρχου Κων/λεως

Φάνηκε ὁ Χριστός στόν κόσμο καί τόν ἄχαρο κόσμο στόλισε μ᾿ ἀπέραντη εὐφροσύνη. Σήκωσε πάνω Του τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, καί καταπάτησε γιά πάντα τόν ἐχθρό τοῦ κόσμου. Ἅγιασε τίς πηγές τῶν ὑδάτων καί φώτισε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Θαύματα μίχθηκαν μέ μεγαλύτερα θαύματα. Σήμερα, ἀπό τή χαρά πού ἔφερε ὁ Σωτήρας μας Χριστός, χωρίστηκαν ἡ γῆ καί ἡ θάλασσα καί ἀπ᾿ ἄκρη ὡς ἄκρη γέμισε ὁ κόσμος εὐφροσύνη. Ἡ σημερινή γιορτή ἀποκαλύπτει μεγαλύτερα θαύματα ἀπό ἐκείνη τῆς Χριστουγεννιάτικης νυχτιᾶς. Γιατί κείνη τήν νύχτα πού μᾶς πέρασε χαιρότανε μονάχα ἡ γῆ, καθώς βάσταζε πάνω της στήν ἀγκαλιά τῆς φάτνης τόν Παντοκράτορα Θεό. Σήμερα ὅμως, πού γιορτάζουμε τά Θεοφάνεια, εὐφραίνεται μαζί της καί ἡ θάλασσα. Καί εὐφραίνεται γιατί διά μέσου τοῦ Ἰορδάνη λαβαίνει μέρος καί αὐτή στήν εὐλογία τοῦ ἁγιασμοῦ.
Στήν γιορτή τῆς θείας Γέννησης ὁ Θεός φάνηκε βρέφος μικρό, νιογέννητο, δείχνοντας ἔτσι τή δική μας νηπιότητα. Σήμερα ὅμως τόν βλέπουμε τέλειο ἄνθρωπο, τέλειο Υἱό, ἀπό τέλειο Πατέρα γεννημένον. Ἐκεῖ φανέρωσε τό θεῖο βρέφος τό ἀστέρι πού ἀνέτειλε ἀπό τήν ἀνατολή, καί ἐδῶ ὁμολογεῖ γι᾿ Αὐτόν ἀπό τόν οὐρανό ὁ Θεός Πατέρας, ἀπό τόν Ὁποῖον γεννήθηκε πρό τῶν αἰώνων. Ἐκεῖ Τοῦ πρόσφεραν -ὡσάν σέ βασιλιά- δῶρα οἱ Μάγοι, πού πεζοπόρησαν ἀπό τήν ἀνατολή. Ἐδῶ ἄγγελοι ἀπό τόν οὐρανό φερμένοι Τοῦ πρόσφεραν τή διακονία πού πρέπει μόνο σέ Θεό. Ἐκεῖ τυλίχτηκε μέσα στά σπάργανα καί ἐδῶ λύνει μέ τό βάπτισμα τίς σειρές τῶν παραπτωμάτων καί τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας μας. Ἐκεῖ ὁ βασιλιάς τῶν οὐρανῶν ντύθηκε σάν βασιλική ἀλουργίδα τόν κόσμο, ἐδῶ ἡ πηγή τῆς ζωῆς ντύνεται ὁλόγυρα τά ποταμίσια κύματα. Ἐλᾶτε λοιπόν νά ἰδεῖτε παράδοξα θαύματα.
 Ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης λούζεται στοῦ Ἰορδάνη τά νερά. Ἡ φωτιά βουτάει καί σμίγει μέ τά νερά. Καί ὁ Θεός ἀπ̉ ἄνθρωπο ἁγιάζεται. Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση βροντοφωνάζει καί ἀνυμνεῖ:
«Εὐλογημένος νά ̉σαι Σύ πού ἔρχεσαι στ̉ ὄνομα τοῦ Κυρίου!!» Σύ πού ἔρχεσαι διά τῆς Προνοίας Σου μέσα ἀπ᾿ ὅλα τά κτίσματά Σου. Σύ πού συντηρεῖς τό ὕψος τοῦ στερεώματος καί ἔντεχνα ὁδηγεῖς σάν ἥμερο ἄλογο μέ χαλινάρι τήν τροχιά τοῦ Ἥλιου. Σύ πού βάζεις σέ τάξη χωρίς διόλου ν᾿ ἀνακατεύονται τά πλήθη τῶν ἀστέρων καί μᾶς κερνᾶς πλούσια ἀγέρα γιά νά ἀναπνέουμε ἀσταμάτητα ζωή. Σύ πού ζεσταίνεις καί ζωογονεῖς τή μάννα γῆ ὥστε νά μᾶς χαρίζει τούς καρπούς της ὁλοχρονίς. Σύ πού δαμάζεις καί σταματᾶς τή πολυκύμαντη θάλασσα ζώνοντάς την ὁλοτρόγυρα μ᾿ ἕνα μικρούτσικο χαλινάρι ἀπό ἀμμοχάλικο. Σύ πού σπρώχνεις τά νερά ἀπό τῆς γῆς τά σπλάχνα καί φτιάχνεις τίς πηγές. Σύ πού καθοδηγεῖς τίς ποταμίσιες ὄχθες νά πορεύονται χωρίς χαμό καί περιπλάνηση ὡς τή θάλασσα. Τοῦτα ὅλα τά θαυμάσια ἀναλογιζόμαστε καί ἀπό τά κατάβαθά μας βγαίνει ἡ κραυγή: «Εὐλογημένος Σύ πού ἔρχεσαι στ̉ ὄνομα τοῦ Κυρίου».
 — Πές μας λοιπόν, Ποιός εἶν᾿ Αὐτός, μακάριε Δαυΐδ;
 — Ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας πού μᾶς φανερώθηκε μ᾿ ἀνθρώπινη μορφή. Ἀλλά δέν τό λέει αὐτό μόνον ὁ προφήτης Δαυΐδ. Τό λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πού συμφωνεῖ μαζί του καί διδάσκει: «Μᾶς φανερώθηκε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού σώζει κάθε ἄνθρωπο καί μᾶς διδάσκει ὅλους μας». Ὄχι μερικούς ἀλλά ὅλους μας. Σ᾿ ὅλους, Ἰουδαίους καί Ἕλληνες χαρίζει μέ τό βάπτισμα τή σωτηρία καί ὑποδείχνει τό σωτήριο αὐτό λουτρό σάν εὐεργέτημα δοσμένο δωρεάν σέ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή πού τό ζητάει. Ἐλᾶτε νά δεῖτε πρωτόγνωρο κατακλυσμό, πολύ μεγαλύτερον καί δυνατότερον ἀπ᾿ ἐκεῖνον πού γίνηκε τήν ἐποχή τοῦ Νῶε. Ἐκεῖ τό νερό ἔπνιξε τούς ἀνθρώπους καί ἐδῶ τό νερό τοῦ βαπτίσματος, κείνους πού εἶχαν πεθάνει πνευματικά ξαναζωντάνεψε, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ πού σήμερα βαπτίστηκε.
 Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἔφτιαξε κιβωτό στέρεα ἀπό ξύλα καί ἐδῶ ὁ Χριστός ὁ νοητός Νῶε, προσέλαβε ἀπό τήν ἄφθορο παρθένο Μαρία τήν κιβωτό τοῦ σώματος. Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἄλοιψε τήν κιβωτό ἐξωτερικά μέ ἄσφαλτο πίσσα. Ἐδῶ ὁ Χριστός δυνάμωσε καί περιφρούρησε τήν κιβωτό τοῦ σώματος μέ τό χρῖσμα τῆς πίστεως. Ἐκεῖ περιστερά πού βάσταζε κλαδί ἐληᾶς προμήνυσε τήν εὐωδιά τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ἐδῶ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ τή μορφή ὁλόασπρης περιστερᾶς παρουσιάστηκε καί σ᾿ ὅλους φανέρωσε τόν ἐλεήμονα Κύριο. Ἀλλά μέ καταπλήττει ἡ ὑπερβολική ταπείνωση τοῦ Κυρίου. Γιατί δέν ἀρκέστηκε, Αὐτός ὁ γεννημένος τέλειος Υἱός ἀπό τέλειο Πατέρα, νά γεννηθῆ καί ἐπί γῆς τέλειο βρέφος ἀπό τά σπλάχνα μιᾶς γυναίκας.
Δέν ἀρκέστηκε Ἐκεῖνος πού εἶναι σύνθρονος μέ τόν Θεό Πατέρα νά λάβει τή μορφή τοῦ δούλου ἀλλά καί σάν τόν τελευταῖο ἁμαρτωλό προσέρχεται νά βαπτισθεῖ. Ἀλλά ἄς μή γίνει ἡ κοινή γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους εὐεργεσία σκάνδαλο γι᾿ αὐτούς πού τούτη τήν ὥρα μέ ἀκοῦνε. Γιατί βαπτίζεται ὁ Δεσπότης πάντων Χριστός ὄχι γιατί ἔχει ἀνάγκη ἀπό ψυχικό καθαρισμό, ἀλλά γιά νά οἰκονομήσει μέ δυό τρόπους τό συμφέρον τῶν ψυχῶν μας, ὥστε καί μέ τό νερό νά μᾶς δωρήσει τήν ἁγιαστική χάρη καί νά προτρέψει τόν καθένα μας νά βαπτιστεῖ. Καθώς μᾶς λέει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, ἦρθε ὁ Ἰησοῦς ἀπό τή Γαλιλαία στόν Ἰορδάνη ὅπου βρισκόταν ὁ Ἰωάννης γιά νά βαπτιστεῖ ἀπ̉ αὐτόν. Τό τί συνέβηκε τότε ἀδερφοί μου δέν μπορεῖ νά τό χωρέσει νοῦς ἀνθρώπινος. Γιατί ξεπερνᾶνε κάθε θέαμα καί ἄκουσμα ὅσα συνέβηκαν ἐκεῖ. Τρέμει ὁ νοῦς.
Χάνεται ἡ λαλιά μή τολμώντας νά ἐξιστορίσει τά ἀνέκφραστα. Γι‹ αὐτό λοιπόν καί ὅταν εἶδε ὁ Ἰωάννης τόν Δεσπότη μας Χριστό νά τόν πλησιάζει, μέ πολύ καρδιοχτύπι, πέφτοντας καί ἀγκαλιάζοντας τά πόδια Του τοῦ εἶπε παρακλητικά: — Γιατί βιάζει ἐμένα τόν ἀδύνατο ἄνθρωπο ὁ Παντοδύναμος Θεός μου νά κάνω κάτι πού ξεπερνάει τίς δυνάμεις μου; Δέν εἶμαι ἐγώ σέ θέση νά ἐπιχειρήσω κάτι τέτοιο. Πῶς νά τολμήσω νά Σέ βαπτίσω; Πότε συνέβηκε νά καθαριστεῖ ἡ φωτιά ἀπό τό ξερό χορτάρι; Πότε ἔπλυνε ἡ λάσπη τήν πηγή; Πῶς νά βαπτίσω Ἐσένα τόν Κριτή τῆς οἰκουμένης ἐγώ ὁ ὑπεύθυνος γιά τόσες ἁμαρτίες; Πῶς νά Σέ βαπτίσω Δέσποτά μου; Δέν βλέπω ἁμαρτία πάνω Σου. Δέν ἔχεις πέσει θῦμα τῆς κατάρας τοῦ προπάτορα Ἀδάμ. Δέν ἔχεις καθόλου λερωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία. Γιατί ἄν καί ἔκλινες οὐρανούς καί κατέβηκες, τίποτα ἀπό τά θελήματα τοῦ Θεοῦ Πατέρα δέν παρέβηκες.
–Τί κάνεις Δέσποτά μου; Γιατί μ᾿ ἀναγκάζεις νά κάνω κάτι πού ξεπερνάει τίς δυνάμεις μου; Ποτέ καί τίποτα δέν τόλμησα νά κάνω ἀπ᾿ ὅλα ὅσα παροργίζουν τήν ἀγαθωσύνη Σου. Σάν δουλικό πιστό γεμάτο ἀγάπη καί σεβασμό γιά τόν ἀφέντη του πρότρεξα καί ἐμήνυσα στόν κόσμο τήν παρουσία Σου. Ἐνῶ βρισκόμουνα ἀκόμη μέσ᾿ τήν κοιλιά τῆς μάννας μου, δανείστηκα τήν γλώσσα της καί Θεό τοῦ κόσμου Σέ ἐκήρυξα. Ὅλους τούς προετοίμασα νά Σέ δεχθοῦν, νά Σ᾿ ἀπαντήσουν. Πές μου λοιπόν Κύριέ μου, πῶς θ᾿ ἀνεχθεῖ νά δεῖ ὁ ἥλιος τόν Παντοκράτορα Θεό ἔτσι νά ἐξευτελίζεται ἀπό τήν τόλμη ἑνός δούλου Του καί δέν θά ρίξει καυτερές φωτοβολίδες νά μέ κατακάψει, ὅπως ἔκανε ἐκείνους τούς καιρούς τούς ἄσωτους Σοδομίτες; Πῶς θά ἀντέξει ἡ γῆ νά δεῖ Ἐκεῖνον πού ἁγιάζει τούς ἀγγέλους, ἀπέριττα νά βαπτίζεται ἀπό χέρι ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ καί δέν θ᾿ ἀνοίξει τά σπλάχνα της γιά νά μέ καταπιεῖ, ὅπως ἔκανε τόν Ἀβειρών καί τόν Δαθάν; Πῶς νά βαπτίσω Δέσποτά μου Ἐσένα πού δέν μολύνθηκες ἀπό τής φυσικῆς γέννησης τό λέρωμα; «Ἐξ ἀσπόρου γαστρός, ἄσπορος προῆλθε καρπός». Πῶς λοιπόν ἐγώ ὁ χιλιολερωμένος ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπος νά ἁγνίσω τόν Θεό; Θεό ἀναμάρτητο; Ἐγώ ἔχω ἀνάγκη νά βαπτιστῶ ἀπό Σένα καί Σύ ἔρχεσαι σέ μένα; Μ᾿ ἔστειλες νά βαπτίζω, Κύριέ μου, καί δέν παράκουσα τήν ἐντολή Σου. Πρότρεπα ὅλους πρός τό βάπτισμα καί τούς ἔλεγα: «Ὁμολογῆστε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τίς ἁμαρτίες σας, γιατί Αὐτός εἶναι ὁ μόνος ἀγαθός. Αὐτός πού ἔρχεται πίσω μου δέν εἶναι βλοσυρός καί αὐστηρός. Εἶναι ἀγαθός καί Υἱός Πατέρα Ἀγαθοῦ. Δέν φέρεται γιά λίγο μονάχα μ᾿ ἀγαθωσύνη καί ὕστερα νά ἀλλάζει διάθεση γιά τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, ἀλλά τό ἔλεός Του μένει εἰς τόν αἰώνα. Καί ἐπειδή τό ἔλεός Του εἶναι ἀμέτρητο γι᾿ αὐτό καί οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀνυμνώντας Τοῦ ἔλεγαν: «Εὐλογημένος Σύ πού ἔρχεσαι στ̉ ὄνομα τοῦ Κυρίου».
 Ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας μᾶς φανερώθηκε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καί διέλυσε τό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας πού μᾶς περιέλουζε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ οὐράνιος Τσοπάνης καί ἔδιωξε ἀπό τό κοπάδι τῶν παιδιῶν Του τούς λύκους τοῦ διαβόλου. Μᾶς φανερώθηκε ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Πατρός καί χάρισε μέ τό βάπτισμα τήν υἱοθεσία στούς πιστούς. Μᾶς φανερώθηκε ἡ ζωή ὁλόκληρου τοῦ κόσμου καί μέ τό θάνατό Του θανάτωσε τόν θάνατο ὡς ἀθάνατος καί ἀξίωσε νά ζήσουν ζωή ἀθάνατη, ἐκεῖνοι πού εἶχαν πέσει στή φθορά καί στό θάνατο.
 Ἀλλά ἐνῶ ἐγίνονταν ὅλα αὐτά, ὁ Θεός Πατέρας ἀγαλώμενος μέ τήν ὑπερβολική ταπείνωση τοῦ Υἱοῦ, ἀνοίγει διάπλατα τίς πύλες τοῦ οὐρανοῦ καί μέ βροντερή φωνή ξεχειλισμένη ἀπό αἰσθήματα πού πλημμυρίζουνε μιά πατρική καρδιά, ἀνακράζει: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Καί γιά νά μήν μπερδευτεῖ ὁ νοῦς ὅσων ἀκούγανε ὅλα τοῦτα -ἄν εἶναι δηλαδή Υἱός ὁ Βαπτιστής ἤ ὁ Χριστός- ἔρχεται τό Ἅγιον Πνεῦμα, σάν ἄσπρο περιστέρι καί δείχνει Ἐκεῖνον πού βαπτιζόταν καί πού ὁ Θεός Πατέρας τόν μαρτυροῦσε στούς ἀνθρώπους σάν μονογενή Υἱό Του. Σ᾿ Αὐτόν πρέπει ἡ δόξα, τό κράτος, ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση σήμερα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

Λόγος αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου στα άγια Θεοφάνεια

Του Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Ἡ πηγὴ τῶν εὐαγγελικῶν διδαγμάτων ἀνεῳγμένους ἔχει τοὺς ῥύακας, καὶ εἴ τις διψῶν πίνει ἐξ ἐκείνης τῆς πηγῆς, καὶ ζωοποιεῖται• ζωοποιεῖται δὲ κατὰ πνεῦμα καὶ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν, εὐφροσύνην ὑπὲρ οἶνον δεχόμενος. Ἀκόρεστος γὰρ ἡ γλυκύτης τῶν πνευματικῶν λογίων• οὐ γὰρ εὐφραίνει κοιλίαν, ἀλλὰ καρδίαν, καὶ λογισμοὺς εὐσεβῶν εἰς φιλοθεΐαν ἄγει. Ἤκουες γὰρ ἀρτίως ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου βοῶντος πρὸς τὸ συνελθὸν πανταχόθεν καὶ βαπτιζόμενον τὸ τῶν Ἰουδαίων πλῆθος• Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν• ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν. Ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος• ὀπίσω, διὰ τὸν τόκον τῆς γεννήσεως. Ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστὶν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι.
Καὶ ποῖα ὑποδήματα βαστακτέα ὑπεφέρετο ὁ Κύριος, ὅτι ἔλεγεν, Οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι; Ἐνταῦθα ὑποδήματα, τὰ τῆς οἰκονομίας μυστήρια λέγει• ὑποδήματα γὰρ ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Κυρίου προσαγορεύεται...
Καὶ τούτου μάρτυς ὁ Κύριος διὰ τοῦ προφήτου κράζων• Ἐπὶ τὴν Ἰδουμαίαν ἐκτενῶ τὸ ὑπόδημά μου. Διὰ τοῦτο καὶ ὑποπόδιον ἤκουσεν ἡ τοῦ Κυρίου ἐνανθρώπησις, ὡς ἐπὶ γῆς ὀφθεῖσα, καὶ τὸ τέρμα τῆς γῆς καταλαβοῦσα. Ὅπερ καὶ ὁ προφήτης ἐκ τῶν ἑκατέρων τὴν ἐμφάνειαν ποιούμενος ἐκέκραγεν• Ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ. Ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν• ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστὶν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι• αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρί. Οὗ τὸ πτύον ἐν χειρὶ αὐτοῦ• καὶ τὸν μὲν σῖτον συνάξει εἰς τὴν ἀποθήκην αὐτοῦ, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ. Ταῦτα τοῦ Ἰωάννου παρεγγυῶντος, καὶ τὸν ἰσχυρότερον Κύριον σαλπίζοντος, οἱ ὑπ' αὐτοῦ βαπτιζόμενοι ἀντέβαινον τῷ Ἰωάννῃ, λέγοντες• Ἔχεις ἰσχυρότερόν σού τινα, ὦ προφῆτα;
τί σεαυτὸν συκοφαντεῖς; σὺ τοῦ μεγάλου Ζαχαρίου υἱὸς, σὺ καὶ ἀνθρώποις ποθητὸς,
καὶ θηρίοις φοβερός. Ἔχεις ἰσχυρότερόν σού τινα; τί ἀδολεσχεῖς; Οὐκ ἔστι σοῦ ἰσχυρότερος. Σὺ καὶ κατ' ἐπαγγελίαν ἐτέχθης, σὺ ὑπὸ Γαβριὴλ ἐμηνύθης, σὺ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ ἐφανερώθης, σὺ τὴν γλῶτταν τοῦ γεννήσαντός σε δεθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Γαβριὴλ διέλυσας, σὺ Ἰωάννης κέκλησαι, ὃ χάρις Θεοῦ ἑρμηνεύεται.
Tί τοίνυν συκοφαντεῖς ἑαυτόν; Οὐκ ἔχεις τὸν ἰσχυρότερόν σου. Ὁ δὲ Ἰωάννης, ὡς δοῦλος ὑπὲρ τοῦ Δεσπότου μαρτυρῶν, θεϊκὴν ἀξίαν σφετερίσασθαι μὴ καταδεξάμενος, ἀντεβόα τοῖς ἀντιβαίνουσιν ὄχλοις λέγων• Ὑμεῖς, ὃ οὐκ οἴδατε, λέγετε• ἐγὼ, ὃ οἶδα, μαρτυρῶ. Ἰσχυρότερός μου ἔρχεται. Ἐγὼ δι' ἐκεῖνον, ἐκεῖνος οὐ δι' ἐμέ• ἐγὼ ἐκ στείρας, ἐκεῖνος ἐκ παρθένου• ἐγὼ στρατιώτης, ἐκεῖνος βασιλεύς• ἐγὼ πρόδρομος, ἐκεῖνος οὐράνιος• ἐγὼ τὸ Πνεῦμα δεδανεισμένος, ἐκεῖνος ζωὴν παρέχει πᾶσιν ἀνθρώποις• ἐγὼ μετανοίας κήρυξ, ἐκεῖνος υἱοθεσίας δοτήρ• ἐγὼ βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι, προκαθαίρων ὑμᾶς ὡς σκεύη ῥερυπωμένα ταῖς ἁμαρτίαις, ἐκεῖνος ἐμβαλεῖ τὸ μύρον τῆς χάριτος• Αὐτὸς βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρὶ, οὐ καυστικῷ, ἀλλὰ ἁγιαστικῷ. Ἐγὼ νουθεσίας γλῶτταν κινῶ, ἐκεῖνος δικαιοκρισίας πτύον βαστάζων, καὶ τοὺς μὲν δικαίους ὥσπερ σῖτον ὡραῖον ἐν τῇ ἀποθήκῃ τῶν οὐρανῶν ἀνενέγκει, τοὺς δὲ ἁμαρτωλοὺς καὶ μὴ μετανοήσαντας ὡς ἄχυρα τῷ ἀσβέστῳ πυρὶ παραδώσει. Ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν. Ἐκεῖνον προσμείνατε, παρ' ἐκείνου τὸ τέλειον δέξασθε βάπτισμα• ἐγὼ λύχνος ἐν μέρει, ἐκεῖνος ἥλιος πανταχοῦ. Ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστί.
Ταῦτα τοῦ Ἰωάννου παρεγγυῶντος καὶ παραπλήσια τούτων, οἱ ὑπ' αὐτοῦ βαπτισθέντες ὄχλοι προσέμενον ἀντιβάλλοντες πρὸς ἀλλήλους, καὶ λέγοντες• Καρτερήσωμεν καὶ ἴδωμεν τὴν μέλλουσαν διαβαίνειν βασιλείαν ἢ φαντασίαν• ἐφόρτωσεν ἡμῶν τὰς ἀκοὰς Ἰωάννης καταπληκτικοῖς λόγοις• ἰσχυρότερον αὐτοῦ παραγενέσθαι λέγει, πτύον καὶ πῦρ καὶ Πνεῦμα φέροντα.
Ἐν τούτοις τῶν ὄχλων καραδοκούντων κοσμικῆς βασιλείας παρουσίαν, ἑνὶ ὁ τῶν ὅλων Δεσπότης καὶ Θεὸς ἄνωθεν διαβαῖνον, ἰδὲ καὶ ὁ Κύριος τῇ ὄψει τῆς ἐνανθρωπήσεως, μόνος, λιτὸς, μονοχίτων, ὡς εἷς τῶν ὅλων ἀνθρώπων, ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην φθάσας, προσέκλινε τὴν κεφαλὴν τῷ Ἰωάννῃ, θέλων ὑπ' αὐτοῦ βαπτισθῆναι.
Ταύτην τοίνυν τὴν ταπεινὴν θέαν τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐπιστασίας ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης παρὰ πολλὴν προσδοκίαν θεασάμενος, ἰλιγγίασεν, ἠπόρησε, καὶ ἐξεπλάγη• τόπος φυγῆς περιεβλέπετο, θέλων δραπετεῦσαι• καὶ οὐχ ηὕρησεν• ἀοράτος γὰρ ἦν κρατούμενος καὶ συνεχόμενος• ἐβόα πρὸς τὸν κρατοῦντα Κύριον λέγων•
 Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; Τί ποιεῖς, Δέσποτα; τί προδίδως με τοῖς ὄχλοις εἰς θάνατον; Νῦν ὡς ψευδολόγον. ὄχλοι λιθάσουσιν• ἐγὼ μεγάλα περὶ σοῦ ἐκήρυξα, καὶ σὺ ὡς λιτὸς καὶ ξένος παραγέγονας. Τί ποιεῖς, Δέσποτα; καὶ ἄνω Υἱὸς βασιλέως, καὶ κάτω Υἱὸς βασιλέως• καὶ οὐδαμῶς σκῆπτρον βασιλικόν; Δεῖξόν σου τὴν ἀξίαν• τί μόνος καὶ λιτὸς παραγέγονας; ποῦ σου τὸ τῶν ἀγγέλων στῖφος; ποῦ τὸ τῶν ἀρχαγγέλων τάγμα; ποῦ σου ἡ ἑξαπτέρυγος τῶν Χερουβὶμ λειτουργία; ποῦ τὸ πτύον; ποῦ τὸ πῦρ; ποῦ σου τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον; Μωϋσῆν ἐδόξασας, νεφέλην φωτεινὴν παρέστησας, στῦλον πυρὸς πορεύεσθαι αὐτῷ αρεσκεύασας, τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀγγελικῇ δόξῃ περιήστραψας, τὸν δοῦλον ἐν τοσαύτῃ δόξῃ ἠμφίασας, καὶ σὺ ὁ Δεσπότης ἐν ἰδιωτικῷ σχήματι παραγενόμενος τὴν κεφαλήν μοι προσκλίνεις; Ἀνάνευσον, κεφαλὴ πάντων ὑπάρχεις• δεῖξον ὅπερ εἶς• ἔδειξας τὰ ταπεινὰ, δεῖξον καὶ τὰ ὑψηλά• βάπτισον τοὺς παρόντας, καὶ πρὸ πάντων ἐμέ. Τί βαπτίσαι θέλων;
Ὁ Ἰορδάνης οὐ δέξεται• ἐγνώρισέ σε τὸν ποιητὴν, ἀνέτρεψε τὰ ῥεῖθρα εἰς τὰ ὀπίσω, οὐ προβαίνει εἰς τὰ ἔμπροσθεν, ἀρνεῖται τὴν τάξιν. Τὰ στοιχεῖα γνωρίζουσι, κἀγὼ μὴ γνωρίσω; Εἰ θέλεις βαπτισθῆναι, ἑαυτὸν βάπτισον. Οὐκ ἐκτείνω τὰς χεῖρας• ἀρνοῦνται τὴν σύνθεσιν, ναρκῶσι, συστέλλονται• ὃ οὐκ ἐδιδάχθησαν κρατεῖν, οὐκ ἐπιδέχονται. Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; Οἶδά σε τίς εἶ, καὶ γινώσκεις ὅτι οἶδά σε. Τί με κρύπτεις τὸν εἰδότα σε; Ἐν τῇ νηδύϊ τῆς μητρός μου ὑπάρχων κατεσφαλισμένος, καὶ πρὸ καιροῦ τὴν ἔξοδον μὴ εὑρίσκων, μόνον ἐθεασάμην σε φερόμενον ὑπὸ τῆς παρὰ σοῦ φερομένης• ἐγνώρισά σε, καὶ τί λαλεῖν μὴ εὑρίσκων, τὸ τῆς μητρός μου χρησάμενος στόμα, ἐβόησα δι' αὐτῆς τὰ ἐμὰ λέγων• Πόθεν μοι τοῦτο, ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; Ἐκεῖ οὐκ ἐσφάλην, καὶ ὧδε οὐ γινώσκω; Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;

Ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐτὸν, καθὼς ἀρτίως ἤκουες• Ἄφες ἄρτι• οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην. Ἄφες ἄρτι• οὐκ οἶδας ὃ λέγεις• ἐγὼ οἶδα ὃ πραγματεύομαι. Τὴν δόξαν τῆς θεότητός μου ζητεῖς ἀποκαλυφθῆναί σοι• οὐκ ἔχει ὁ καιρός• πάντα καλὰ ἐν καιρῷ αὐτῶν. Σὺ ἀληθεύεις, ἀλλ' οὐ πιστεύῃ• ἄπιστον γὰρ τὸ τῶν Ἰουδαίων ἔθνος• οὐ γεννήματα ἐχιδνῶν αὐτοὺς προσηγόρευσας; Πῶς οὖν τούτοις ἀνακαλυφθῆναί με θέλεις; Οὐ δέχονταί σου τὴν περὶ ἐμοῦ μαρτυρίαν• ὑπονοοῦσί σε διὰ τὸ ὕποπτον, ὡς εἶναι πρόδρομον• Ἄφες ἄρτι, μείζονα μαρτυρίαν δέξονται. Ἄφες ἄρτι• οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην.

Ὁ δὲ Ἰωάννης λέγει πρὸς αὐτόν• Πῶς, Δέσποτα; 

Καὶ ὁ Κύριος πρὸς αὐτόν• Ὥσπερ περιετμήθην, ἵνα τὸν νόμον πληρώσω, βαπτίζομαι ἵνα τὴν χάριν κυρώσω. Ἐὰν μέρος πληρώσω, καὶ μέρος καταλείψω, κολοβὸν καταλιμπάνω τὴν οἰκονομίαν• δεῖ με πάντα πληρῶσαι, ἵνα μετὰ ταῦτα γράψῃ Παῦλος• Πλήρωμα νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι.
Ἄφες ἄρτι• οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην. Ἄφες, Ἰωάννη, τὴν τοῦ ὕδατος φύσιν ἁγιασθῆναι• δεῖ με πάντα πληρῶσαι. Εἰ μὴ ἐγὼ ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, οὐ καταδέξεται βασιλεὺς ὑπὸ ἱερέως πτωχοῦ βαπτισθῆναι. Ἄφες ἄρτι, ἄφες ἄνωθεν τὸν Πατέρα ἐπιβοῆσαι, Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς, ἵνα μὴ ἄρχωνται οἱ Ἰουδαῖοι λέγειν υἱὸν τοῦ τέκτονος, ἀλλὰ τοῦ ἐπουρανίου Πατρός. Ἄφες ἄρτι• μὴ ἀντίβαινε τῷ Ἀδάμ• δεύτερος Ἀδὰμ γέγονα, τὸν ἐκείνου ῥύπον τῶν πλημμελημάτων ἐκπλῦναι θέλων• εἰ μὴ ἐγὼ βαπτισθῶ, πῶς ἐκεῖνος καθαρισθήσεται; Διὰ γὰρ τοῦτο καὶ τριάκοντα ἐτῶν βαπτίζομαι, τὸν ἐκείνου χρόνον ἐκδεχόμενος, ἵνα τῷ ἐκείνου τὸ ἐμὸν κυρωθῇ. Ἄφες ἄρτι, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ προφήτου• Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων. 

Καὶ ἦν ἰδεῖν θεωρίαν φρικώδη.
Ἥψατο μὲν τῆς κορυφῆς τοῦ Δεσπότου σύντρομος ὁ Ἰωάννης• ἄνωθεν δὲ οὐρανῶν ἀνοιχθέντων, κατεσκόπουν ἄγγελοι τὸ γενόμενον• Πνεύματος δὲ χάρις ἐν εἴδει περιστερᾶς τῇ τοῦ Δεσπότου κεφαλῇ προσφοιτῶσα, τὴν τοῦ Ἰωάννου δεξιὰν παρωθεῖτο. Εἱστήκει δὲ τὸ πλῆθος ἀπορούμενον ἐπὶ πλέον, καὶ τὸ, Τίς ἐστιν οὗτος; πρὸς ἀλλήλους λαλοῦν. Εἶτα ὡς ἀποκρινάμενος τοῖς πλήθεσι, Τίς ἐστιν οὗτος; πρὸς ἀλλήλους ζητοῦσιν, ἐβόησεν ὁ Πατὴρ, λέγων• Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς, ἐν ᾧ ηὐδόκησα• αὐτοῦ ἀκούετε. Βοᾷ τὴν εἰς τὸν Υἱὸν ὁ γεννήτωρ φιλοστοργίαν, ἵνα μάθῃς τὴν τοῦ Κτίστου περὶ τὸν κόσμον διάθεσιν, ὅτι τοιοῦτον ὑπὲρ τῶν τοιούτων δούλων Υἱὸν ἀπέδωκεν, ὑπὲρ μισουμένων τὸν ποθούμενον, ὑπὲρ ἁμαρτωλῶν τὸν ἀναμάρτητον, ὑπὲρ ἀδόξων τὸν ἔνδοξον.
Δοξάσωμεν οὖν τὸν ἐπιφανέντα Δεσπότην σὺν τῷ Πατρὶ, καὶ τὸν Υἱὸν, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, νῦν, καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: Μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου

Επιμέλεια: κ. Ραφαήλ Μισιαούλης, φοιτητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Επιμελείται ο κ. Ραφαήλ Μισιαούληςφοιτητής του Τμήματος Ποιμαντικής & Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ.

Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου

Στρέψτε τὰ αὐτιὰ σας σ’ ἐμένα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί• θὰ σᾶς διηγηθῶ μιὰ ὡραιότατη διήγηση. Διότι εἶναι σωστὸ νὰ κρύβει κανεὶς τὶς ἀποφάσεις τῶν βασιλέων, εἶναι ὅμως καλὸ νὰ ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μὲ ἀφορμή τούς πιστοὺς δούλους του στηρίζει τοὺς ἀδύναμους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πρῶτος εἶμαι ἐγώ. Ὑπάρχει λοιπὸν σ’ ἐμένα ὁ πόθος νὰ ἀγγίξω γεγονότα πού ἔχουν συμβεῖ γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ταλαίπωρης ψυχῆς μου. Θέλω νὰ βάλω σήμερα στὸν ἀργαλειὸ στημόνι ἀπὸ τὸ ὡραῖο μαλλὶ τοῦ λογικοῦ προβάτου.
Ποθῶ νὰ ὑφάνω κεντημένο χιτώνα ἀπὸ τὸ μαλλὶ τῆς λογικῆς καὶ προσευχητικῆς γλώσσας. Διότι εἶδα κάποτε ἕνα κριάρι πού εἶχε ὡραία ἐμφάνιση καὶ πνευματικὰ κέρατα, τὰ ὁποῖα ἠχοῦσαν μὲ λόγια τοῦ Θεοῦ• καὶ ἀφοῦ τὸ πλησίασα μὲ μεγάλη ἀγωνία, ἀφαίρεσα ἀπ’ αὐτό ἀθόρυβα μιὰ μικρὴ τούφα.
Μὲ κυρίευσε ὅμως ἕνας ἀβάσταχτος φόβος, διότι ἀποτόλμησα τέτοιες φοβερὲς πράξεις, ἐπειδὴ δὲν ἤμουν συνετός.
Θέλετε λοιπὸν νὰ φανερώσω ποιὸ ἦταν αὐτό τὸ κριάρι πού ἦταν στολισμένο μὲ τόσο ὡραῖα χρώματα; Αὐτό τὸ κριάρι ἦταν ὁ σοφὸς καὶ πιστὸς Βασίλειος, ὁ ὁποῖος ἐπισκόπευσε στὴ χώρα τῶν Καππαδοκῶν καὶ κήρυξε στὴν πόλη τῶν Καισαρέων σωτήριες διδασκαλίες γιὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Ὁ Βασίλειος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀληθινὰ ἡ βάση τῶν ἀρετῶν, τὸ βιβλίο τῶν ἐπαίνων, ὁ βίος τῶν θαυμάτων• αὐτός πού βαδίζει μὲ τὴ σάρκα καὶ προχωρεῖ μὲ τὸ πνεῦμα• αὐτός πού ζεῖ μὲ τὰ γήινα καὶ ἔχει τὸ βλέμμα του στραμμένο στὰ οὐράνια• αὐτός πού εἶναι τὸ βηρύλλιο πλῆκτρο τῆς μυστικῆς κιθάρας, αὐτό πού ἔτερψε τὴ χορεία τῶν ἁγίων Ἀγγέλων• αὐτός πού εἶναι τὸ σταθερὸ ἀρνί τῆς μάνδρας τῆς ζωῆς, πού καταβρόχθισε τὸ χορτάρι τοῦ ἱεροῦ Πνεύματος• αὐτός πού εἶναι τὸ ἀρνί πού πήδησε ἀπὸ τὸν πόθο καὶ ἅρπαξε τὸ ἄνθος ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ τιμίου Σταυροῦ• αὐτός πού εἶναι τὸ παχνὶ τῶν δογμάτων, ἡ γλώσσα τῶν λόγων, τὸ βραβεῖο τῶν ὀρθῶν καὶ ὠφέλιμων νοημάτων• αὐτός πού βύθισε τὸν ἑαυτό του στὸ βυθὸ τῶν Γραφῶν καὶ ἀνέσυρε τὸ λαμπρὸ μαργαριτάρι• αὐτός πού εἶναι τὸ ὥριμο σταφύλι τῆς θεϊκῆς κληματαριᾶς, πού ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πῆρε τὴ θεία γλυκύτητα• αὐτός πού εἶναι ἡ ὡραία μεμβράνη τῆς ἱερῆς σοφίας, στὴν ὁποία γράφηκαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὰ θεία χαράγματα• αὐτός πού εἶναι τὸ εὔφορο χωράφι τῆς οὐράνιας βασιλείας, τὸ ὁποῖο καρποφόρησε γιὰ τὸν Θεὸ καρποὺς δικαιοσύνης• αὐτός πού εἶναι βουνὸ στολισμένο μὲ τὰ ἄνθη τῆς μυστικῆς τριανταφυλλιᾶς, πού ἡ εὐωδιὰ του ἔφθασε στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό• αὐτός πού ἔψαλε ἐπάνω στὴ γῆ ἄσματα ἀρεστά στὸν Θεὸ καὶ πῆρε ἀπ’ τοὺς οὐρανούς στεφάνια εὐπρόσδεκτα• αὐτός πού ἀντιλήφθηκε τὴ χάρη καὶ διακήρυξε, ὅπως ὁ Ἰώβ, τὴν ὁμολογία του στὸν Σωτήρα τῶν ὅλων, λέγοντας: «Τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό πού μὲ δημιούργησε, καὶ ἡ ἔμπνευση τοῦ Παντοκράτορος εἶναι αὐτή πού μὲ διδάσκει»• βεβαιώνοντας ὅτι μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κήρυττε σὲ ὅλους τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Ποθῶ ἀκόμη νὰ προσθέσω καὶ ἄλλη ὕφανση στὸ λόγο γιὰ τὰ ἐγκώμια, ὥστε μὲ τὴν ἀπόλαυση καὶ μὲ τὴν ἀνάμνηση τοῦ δίκαιου ἄνδρα νὰ βροῦμε στὶς προσευχὲς μας γνώση καὶ κατάνυξη. Πρέπει λοιπὸν νὰ πάρουμε στὰ χέρια μας τὴ σαΐτα τοῦ Πνεύματος καὶ νὰ τακτοποιοῦμε τὸ νῆμα τῶν νοημάτων μας. Ἔπειτα πρέπει νὰ ἑτοιμαζόμαστε γι’ αὐτή τὴν ἐργασία ἔτσι., ὥστε νὰ κλείνουμε μέσα στὸ στημόνι καὶ τὸ ὑφάδι. Ἂν λοιπὸν κάποιος κλώσει αὐτό τὸ μαλλὶ μὲ προσοχή, θὰ προσφέρει στολὴ ἀθανασίας σ’ ἐκείνους πού ποθοῦν αὐτὴ τὴ στολή.
Τέτοιες εἶναι οἱ ἀπαρχές τοῦ μυστικοῦ θρέμματος• τέτοιες εἶναι οἱ σοδειὲς τοῦ ἅγιου κτήματος. Ἔτσι ἄφθονος ἦταν στὴ διδασκαλία, ὥστε νὰ ντύνει ὅσους τύχαινε νὰ εἶναι παρόντες. Ἦταν πνευματοφόρο κριάρι τοῦ κοπαδιοῦ τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἀνθοῦσε μέσα στὸ ἔλεος τῆς λαμπρῆς Ἐκκλησίας• ἀπὸ τὴ μιὰ προσφέροντας ζεστασιὰ στοὺς φτωχοὺς μὲ τὸ μαλλί του, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁδηγώντας σὲ κατάνυξη τοὺς πλούσιους μὲ τὰ χτυπήματα τῶν κεράτων του. Καθὼς παρέμενε νύχτα καὶ μέρα στὰ ἴδια ἄδυτα, δέχθηκε τὴ Χάρη ἀπὸ τὸν οὐρανό. Γι’ αὐτό καὶ κάθε μέρα βγάζοντας ἄφθονα ἄνθη ὡς πρὸς τὸ λόγο, ἀνανέωνε γιὰ τὶς ψυχὲς τὸν ἀναλλοίωτο στολισμό. Καὶ παρόλο πού μοίραζε τὸν ἑαυτό του στὸν καθένα χωριστά, δὲν ἀλαζονεύονταν γιὰ τὴν ποικιλία του.
Ἐπειδὴ λοιπὸν πλήθαινε στὰ ἄφθαρτα ἄνθη, ἐπειδὴ τρεφόταν μὲ τοὺς ἅγιους κάλυκες, ἐπειδὴ ἔβρισκε ἀνάπαυση πάντοτε μέσα στὶς Γραφὲς καὶ ἀπὸ αὐτές ἔβοσκε ἄφθονο τὸ θεϊκὸ χορτάρι, καί ἀπολάμβανε τὴ χλόη στὰ βοσκοτόπια τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας, καὶ εὐφραινόταν μέσα στὶς ἱερατικὲς αὐλὲς, γι’ αὐτό καὶ ὁ λόγος του κυλοῦσε σὰν ποταμός, καὶ ἡ ἀρετὴ του προχωροῦσε σὰν τὰ κύματα τῆς θάλασσας. Ἐκεῖ τρεφόταν μὲ θεία νοήματα, καὶ ἐδῶ κήρυττε μὲ δυνατὴ φωνὴ ἀθάνατα λόγια• ἐκεῖ ἔτρωγε ἐνάρετα φαγητά, καὶ ἐδῶ διακήρυττε εὐπρόσδεκτα λόγια. Δὲν ἦταν δηλαδὴ ἡ τροφὴ του στρύχνος καὶ βάτος, ἀλλά ἦταν ρόδο καὶ κρίνο, κρόκος καὶ κιννάμωμο. Ἀκολουθοῦσε δηλαδὴ πίσω ἀπὸ τέτοιο χορτάρι, ἀρωματίζοντας τὴν τροφή του μὲ μυστικὰ βλαστάρια. Γι’ αὐτό καὶ τὸ μαλλὶ του γίνονταν λαμπρό, καὶ ἦταν κατάλληλο γιὰ τὴν ὕφανση τῶν θείων διδαγμάτων.
Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο πρέπει νὰ λέω πολλὰ γι’ αὐτό τὸ κριάρι, ὅπου ὁλόκληρο ἔγινε σκεῦος ἕτοιμο, ὄχι σκεῦος τυχαῖο, ἀλλά τέτοιο πού εἶδε ὁ Πέτρος νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, πιασμένο ἀπὸ τὶς τέσσερες ἄκρες; Ἀλλά ἐκεῖνο κατεβαίνοντας στὴ γῆ, ἔδειξε ὅτι εἶχε πτηνὰ καὶ τετράποδα• ὁ Βασίλειος ὅμως πού βρῆκε τὴν ἄνοδο στὸν οὐρανό, παρουσίασε σ’ ἐμᾶς λόγια ἔνδοξα καὶ παράδοξα. Καὶ ἐκεῖνο βέβαια τὸ σκεῦος φάνηκε γιὰ λίγο, καὶ ἀνασύρθηκε ἡ ἐμφάνισή του, ἀφοῦ ἀποκαλύφθηκε μόνο σὲ ἕναν• αὐτὸς ὅμως ἀνυψωμένος πολλὰ χρόνια, χορήγησε σὲ πολλοὺς τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος. Γιὰ ἐκεῖνο τὸ σκεῦος ὁ Πέτρος ἄκουσε ἀπὸ τὸν οὐρανό, «Ἀπὸ ἐκεῖνα πού ἐγώ καθάρισα, φάγε»• καὶ γι’ αὐτὸν εἰπώθηκε σὲ ὅλους• «Αὐτόν πού ἐγώ ἁγίασα, καὶ σεῖς νὰ τὸν τιμήσετε».
Ποιὸς λοιπὸν δὲν θὰ ἐπαινοῦσε ἐκεῖνον πού δόξασε ὁ Πατέρας; ἤ ποιὸς δὲν θὰ τιμοῦσε ἐκεῖνον πού ἁγίασε ὁ Υἱός; Καὶ ποιὸς δὲν θὰ μακάριζε ἐκεῖνον πού μακάρισε τὸ σοφὸ καὶ νοερὸ καὶ σεβάσμιο Πνεῦμα;
Πωπώ, πῶς εὐδόκησε ἡ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ νὰ κατοικήσει μέσα του καὶ νὰ περπατήσει μέσα του! «Βρίσκω ἀνάπαυση, εἶπε ὁ Θεός, στὸν ταπεινὸ καὶ ἥσυχο, καὶ σ’ αὐτόν πού φοβᾶται τὰ λόγια μου». Ἔτσι ἡ Χάρη τοῦ πλημμύρισε τὸ νοῦ, μὲ ἐκεῖνα τὰ σεμνὰ καὶ ἀστείρευτα ρεύματα, ὥστε νὰ παρουσιάσει κόσμιους καὶ αὐτούς πού μολύνθηκαν μέσα στὰ ἁμαρτήματά τους, ὅπως καὶ αὐτούς πού βαπτίσθηκαν.
Γιὰ νὰ δείξει λοιπὸν ὁ Κύριος τὴν εὐσπλαχνία του καὶ σ’ ἐμένα, ὅταν μοῦ δόθηκε ἀφορμή γιά νά προσφέρω ἐλεημοσύνη σὲ κάποια πόλη, ἄκουσα ὅταν βρέθηκα ἐκεῖ φωνὴ νὰ μοῦ λέει: «Σήκω, Ἐφραίμ, καὶ φάγε νοήματα». Καὶ ἀφοῦ ἀπάντησα, εἶπα μὲ πολλὴ ἀγωνία: «Ἀπὸ ποῦ, Κύριε, νὰ φάω;». Καὶ μοῦ ἀπάντησε: «Νά, στὸν οἶκο μου, τὸ βασιλικό σκεῦος θά σοῦ προσφέρει τὸ φαγητό». Καὶ ἀφοῦ θαύμασα πολὺ γιὰ τὰ λεγόμενα, σηκώθηκα καὶ πῆγα στὸ ναὸ τοῦ Ὕψιστου, καὶ ἀφοῦ προχώρησα ἀθόρυβα στὸ προαύλιο καὶ ἔσκυψα ἀπὸ τὸν πόθο στὰ πρόθυρα, εἶδα στὰ ἅγια τῶν ἁγίων τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς νὰ εἶναι ἁπλωμένο λαμπρὰ μπροστὰ στὸ ποίμνιο, νὰ εἶναι ὁλόκληρο στολισμένο μὲ θεοπρεπῆ λόγια, καὶ τὰ μάτια ὅλων νὰ εἶναι στραμμένα σ’ αὐτόν. Εἶδα τὸ λαὸ νὰ τρέφεται ἀπὸ αὐτόν μὲ πνεῦμα, καὶ τὴ χήρα καὶ τὸ ὀρφανὸ νὰ ἐλεεῖται πάρα πολύ. Εἶδα ἐκεῖ νὰ κυλοῦν πρὸς αὐτόν τὰ δάκρυα σὰν ποτάμι, καὶ τὸ μαλλὶ τῆς ζωῆς νὰ λάμπει σὲ ὅλους σὰν χρυσάφι, καὶ τὸν ἴδιο τὸν ποιμένα νὰ στέλνει ψηλὰ μὲ τὰ φτερὰ τοῦ Πνεύματος δεήσεις καὶ νὰ κατεβάζει ἀπαντήσεις. Εἶδα τὴν ‘Ἐκκλησία νὰ καλλωπίζεται ἀπὸ αὐτόν, καὶ τὴν ἀγαπημένη νὰ στολίζεται μὲ πολλὰ στολίδια. Εἶδα τὰ δόγματα τοῦ Παύλου, τὰ διδάγματα τῶν Προφητῶν, τὸ νόμο τῶν Εὐαγγελίων, τὸ φόβο τῶν μυστηρίων. Εἶδα ἐκεῖ τὸν ὠφέλιμο καὶ σωτήριο λόγο νὰ ὑψώνεται πιστὰ στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό, καὶ γενικὰ ὅλη ἐκείνη τὴ Σύναξη νὰ λάμπει ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τῆς Χάρης. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὅλοι αὐτοί τόσο πολὺ προόδευαν στὴν εὐσέβεια, καθὼς ἀντλοῦσαν ἀπὸ τὸ ἐκλεκτό σκεῦος τῆς βασιλείας, ἀνύμνησα τὸν σοφὸ καὶ ἀγαθό Κύριο, ὁ Ὁποῖος τόσο πολὺ δοξάζει ἐκείνους πού τὸν δοξάζουν.
Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὸ κήρυγμα, δόθηκε στὸν ἄνδρα πληροφορία γιὰ μένα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ἀφοῦ ἔστειλε καὶ κάλεσε ἐμένα τὸν τιποτένιο, ἀπευθύνθηκε σέ μένα διὰ μέσου τοῦ διερμηνέα, καί μέ ρώτησε: «Ἐσύ εἶσαι ὁ Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος ἔσκυψες τέλεια τὸν τράχηλό σου καὶ σήκωσες τὸ ζυγὸ τοῦ σωτήριου λόγου;». Καὶ ἀφοῦ ἀπάντησα καί εἶπα, «ἐγώ εἶμαι ὁ Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος ἄφησα τὸν ἑαυτό μου πίσω ἀπὸ τὸν οὐράνιο δρόμο». Καὶ ἀφοῦ μὲ πλησίασε ὁ θεόπνευστος αὐτός ἄνδρας, πρόσφερε σ’ ἐμένα τὸ ἅγιο φίλημά του καὶ ἀφοῦ ἔστρωσε τραπέζι μὲ τὰ φαγητὰ τῆς σοφῆς καὶ ἅγιας καὶ πιστῆς ψυχῆς του, ὄχι τραπέζι καρυκευμένο μὲ φθαρτὰ φαγητά, ἀλλά γεμάτο μὲ ἄφθαρτα νοήματα, ἔλεγε μὲ ποιὲς δηλαδὴ καλὲς πράξεις μποροῦμε νὰ δείξουμε τήν τέλεια μετάνοιά μας στὸν Κύριο  πῶς θὰ ἐμποδίσουμε τὶς ἐπιθέσεις τῶν ἁμαρτημάτων, καὶ πῶς θὰ κλείσουμε τὶς εἰσόδους τῶν παθημάτων• πῶς θὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἀποστολικὴ ἀρετή, καὶ πῶς θὰ κάμψουμε τὸν ἀδωροδόκητο Κριτή. Καὶ ἀφοῦ ἔκλαψα, κραύγασα καὶ εἶπα: «Ἐσύ, πάτερ, φρούρησε ἐμένα τὸν πλαδαρὸ καὶ ράθυμο• ἐσύ ὁδήγησέ με στὸν ἴσιο δρόμο• ἐσύ φέρε σὲ κατάνυξη τὴ σκληρὴ σὰν πέτρα καρδιά μου• διότι σ’ ἐσένα μὲ ἀνέθεσε ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων, γιὰ νὰ θεραπεύσεις τὴν ψυχή μου. Ἐσύ προσόρμισε τὸ σκάφος τῆς ψυχῆς μου στὸ ἥσυχο λιμάνι».
Καὶ πρόσεξε τὴ φροντίδα τοῦ καλοῦ διδασκάλου, ἀπὸ ποῦ δηλαδὴ ἄδραξε τὸ παράδειγμα τῆς ἀρετῆς μου. Κράτησε σφιχτά, γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι, τὸ ραβδὶ τοῦ σώματος, καὶ ἀφοῦ μάδησε τὴ συνήθεια τῶν ἀνόητων παθῶν, ἀφαίρεσε τὰ λέπια μου, δηλαδὴ τὴν ἀδυναμία τῶν ματιῶν μου• καὶ ἀφοῦ ἐλάττωσε τὴν ὠχρότητα καὶ ἀνωριμότητα τοῦ λόγου, μὲ πῆρε μὲ τὸ ζῆλο καὶ μὲ βύθισε στὰ βάθη τῶν διδαγμάτων του. Τότε τὰ σπλάχνα μου πόθησαν πολὺ νὰ συνθέσουν τὸν ἔπαινο τῶν Σαράντα Μαρτύρων• διότι ὁ ἐκλεκτός πληροφόρησε τὰ αὐτιά μου γιὰ κάθε πράξη τῆς καρτερίας τους• πῶς δηλαδὴ προτίμησαν νὰ πεθάνουν γιὰ τὸν Χριστό, καὶ πόσους κινδύνους περιφρόνησαν, γιὰ νὰ Τὸν κερδίσουν, καὶ πόσοι ἦταν οἱ ἅγιοι ὡς πρὸς τὸν ἀριθμό• καὶ ἐξιστοροῦσε τὰ ὑπόλοιπα κατορθώματα τῆς εὐσέβειάς τους.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ πιστὸς ἀρχιερέας μᾶς ἔκανε ἄξιους γιὰ μιὰ τέτοια λαμπρὴ ἐργασία, ἀφοῦ ἀφήσουμε τοὺς ἐπαίνους αὐτῶν τῶν τροπαιούχων καλλινίκων ἀνδρῶν γιὰ ἄλλη διήγηση, ἂς μακαρίσουμε αὐτόν, τὸν ὅσιο τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἄνδρα πού εἶχε τὸν ἴδιο ζῆλο καὶ τὴν ἴδια τιμὴ μ’ αὐτούς. Διότι, ὅπως οἱ Ἅγιοι ἀντιστάθηκαν μὲ ἀνδρεία στὸν τύραννο Λικίνιο καὶ στὸν ἄρχοντα Δούκα, ἔτσι καὶ ὁ Ὅσιος ἀντιπαρατάχθηκε στὸν Οὐάλη καὶ στὸν Ἄρειο καὶ στὸν ἀλαζονικὸ ἔπαρχο. Ἐκεῖνοι οἱ Ἅγιοι ξερίζωσαν τὰ ἀγκάθια τῆς πλάνης, καὶ αὐτὸς ξερίζωσε τὰ τριβόλια τῆς αἱρετικῆς μανίας. Ἐκεῖνοι διέλυσαν τὰ ἀγωνίσματα τοῦ Λικίνιου, καὶ αὐτός κατάργησε τὰ προστάγματα τοῦ Οὐάλη. Ἐκεῖνοι κατάργησαν τὶς προσταγὲς τοῦ Δούκα, καὶ αὐτός καταντρόπιασε τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἄρειου. Ἐκεῖνοι διέλυσαν τὴν ἀλαζονεία τοῦ ἄρχοντα, καὶ αὐτός τσάκισε τὴ μανία τοῦ ἔπαρχου Μόδεστου.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁπλίσθηκε ἀπὸ τὴν ἄθλησή τους μὲ κεντρί, ὅπως ὁ Φινεές, τρύπησε τὶς γλῶσσες πού ἔφυγαν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτό καὶ ποθοῦσε πολὺ ἔντονα νὰ πιεῖ τὸ ποτήρι τοῦ μαρτυρίου καὶ βιαζόνταν νὰ στήσει τρόπαιο μὲ τὸ μαρτύριό του. Οἱ Μάρτυρες, χάρη στὴν πίστη τους στὸν Χριστό, σήκωσαν ἐπάνω τους ὅλη μαζὶ τὴ θλίψη καὶ τὴν ὑπέ-μειναν μὲ γενναιότητα• ὁ Βασίλειος ἐπίσης, χάρη στὴν ἐλπίδα του στὸν Χριστό, ὑπέφερε μὲ ἀνδρεία τὴ χιονοθύελλα τῶν πειρασμῶν. Ἐκεῖνοι πέταξαν τοὺς χιτῶνες τους καὶ πρόσφεραν τὰ μέλη τους στὰ βασανιστήρια• καὶ αὐτός βιάζονταν νὰ πετάξει ἀπὸ πάνω του ἀκόμη καὶ τὸ κουρέλι πού εἶχε γύρω ἀπὸ τὸν τράχηλό του καὶ τὸ σῶμα. Ἐκεῖνοι στὴ λίμνη τράβηξαν πρὸς τὸν ἑαυτὸ τους αὐτόν πού πλανιόταν στὴν ἀσέβεια καὶ τὸν ἔκαναν ἄξιο γιὰ τὴ δόξα• αὐτός ἐπίσης βαφτίζοντας τοὺς ἄπιστους στὴν κολυμβήθρα, ἔγινε γι’ αὐτοὺς πρόξενος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἐκεῖνοι μέσα στὰ νερά, φλεγόμενοι ἀπὸ τὸν πόθο, εἶδαν τὸ φῶς μαζὶ μὲ τὰ στεφάνια πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τους• καὶ αὐτός πυρπολούμενος ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς Ἁγίας Τριάδας, πῆρε τὰ βραβεῖα γιὰ τὸν ἀγώνα του ἐνάντιον τῶν κακοδόξων.
Πόσες πανουργίες μεταχειρίσθηκε ὁ πονηρὸς Βελίαρ γιὰ νὰ χωρίσει τὸν Βασίλειο ἀπὸ τὴν οὐράνια βασιλεία! Ἐξόργισε βασιλιάδες, ἄρχοντες καὶ ὄχλους, ἀλλά ὁ Βασίλειος ἔγινε βάση τῶν πιστῶν. Ἐξαγρίωσε ὅλες τὶς καταιγίδες του, ἀλλά δὲν τάραξε διόλου τὸν σοφὸ ἔμπορο. Προκάλεσε θύελλα μὲ τοὺς βοηθούς του, δηλαδὴ μὲ τὶς αἱρέσεις, ἀλλά ἡ τέχνη τοῦ κυβερνήτη ἀποδεικνύονταν περισσότερο. Ξεσήκωσε τρικυμίες ἐνάντιον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δὲν μπόρεσε νὰ βυθίσει τὸ πλοῖο τῆς πίστης τοῦ Βασιλείου. Τὸν πολέμησε μὲ αἱρετικὰ λόγια, ἀλλά ἀμέσως τραυματίζονταν ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς θεολογίας. Ἐξόπλισε ἐναντίον του τὸν Ἄρειο, ὅπως τὸν Γολιάθ, ἀλλά χτυπιόταν ἀπ’ αὐτόν, σὰν μὲ σφενδόνη, μὲ τὰ τρία λιθάρια τῆς πίστης. Ἐπιτέθηκε μὲ ὁρμή στὸν πύργο του μὲ τοὺς ἀνέμους τῆς κακοδοξίας —ἄνεμοι δηλαδὴ ἦταν οἱ λόγοι τῶν ἀσεβῶν— ἀλλά δὲν τὸν ἔπεισαν, διότι εἶχε ὀχυρωθεῖ μὲ τὰ τρία ἀπόρθητα τείχη τῆς ἄχραντης Τριάδας. Ἐκτόξευσε τὰ βέλη τῆς πολυθεΐας, ἀλλά ἀμέσως τράπηκε σὲ φυγὴ ἀπὸ τὴ μονοθεΐα. Ἔρχονταν στρατεύματα σκυλιῶν πού γαύγιζαν, ἀλλά μὲ τὴ ράβδο τοῦ σταυροῦ τὰ τραυμάτιζε. Οἱ λύκοι φοροῦσαν πάλι τὸ δέρμα τῶν προβάτων, ἀλλά ἀμέσως ἔλεγχε τὴν ὑποκρισία τους. Βιαζόταν ἡ ἀδικία νὰ τὸν ταράξει, ἀλλά ἀμέσως νικιόταν ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ ἀνδρός. Φιλονεικοῦσαν οἱ ἄπιστοι νὰ μιμηθοῦν τὴν πίστη καὶ τὴ διδασκαλία του, ἀλλά ἀμέσως διακηρυσσόταν ἡ κακόπιστη καὶ ἀσεβής γνώμη τους. Μεταχειρίζονταν κολακεῖες γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὴν παρρησία του, ἀλλά ἀμέσως ἀποκαλυπτόταν ἡ ἀφροσύνη τους.
Ἐπειδὴ δηλαδὴ γνωρίζουν καὶ οἱ ἔχθροι νὰ σέβονται καὶ νὰ τιμοῦν τὴν ἀρετή καὶ τὴν ἀνδρεία, ὅταν τὸ παιδὶ τοῦ τυράννου βασανιζόταν ἀπὸ φοβερὴ ἀρρώστια, παρακαλοῦσαν τὸν ἄνδρα νὰ προσευχηθεῖ γι’ αὐτό •ἐκεῖνος ὅμως πρότεινε, λέγοντας: «θὰ προσευχηθῶ, ἂν μοῦ τὸ δώσεις νὰ τὸ ὁδηγήσω στὴν ἀψεγάδιαστη πίστη καὶ νὰ τὸ ἀπαλλάξω ἀπὸ κάθε δυσσέβεια τῶν μαθημάτων τοῦ Ἀρείου»• καὶ ὅταν ὁ πατέρας συμφώνησε, ἀμέσως ὁ Βασίλειος ἔγινε μεσολαβητὴς γιὰ τὸν ἐπίγειο βασιλιὰ πρὸς τὸν οὐράνιο• προσκόμιζε τὴν ὑπόσχεση τοῦ ἄνδρα, καὶ ἔφερνε σ’ αὐτόν τὴ θεραπεία τοῦ παιδιοῦ του.
Μόλις λοιπὸν εἶδαν τὰ φίδια νὰ ἔχει σωθεῖ τὸ παιδί, ξανὰ ἔβλαψαν ὕπουλα τὴ θέληση τοῦ ἀνόητου βασιλιᾶ, καὶ ἀφοῦ πῆραν τὸ γιό του, τὸν βάφτισαν μὲ νερό, ὄχι ὅμως μὲ Πνεῦμα. Δίδασκαν νὰ ἀρνηθεῖ τόνΥἱό τοῦ Θεοῦ. Ἐξωτερικά ντύνοντας καὶ ἐσωτερικὰ ξεντύνοντας• ἐξωτερικὰ ντύνει τὸν Χριστὸ καὶ ἐσωτερικὰ τὸν ξεσχίζει. Γι’ αὐτό καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀφαίρεσε τὸ πνεῦμα τοῦ δύστυχου παιδιοῦ, κηρύττοντας τὴν ἀχαριστία τους.
Αὐτά δὲν εἶναι δευτερότερα ἀπὸ τὰ καταπληκτικὰ ἔργα τοῦ Ἠλία, καὶ δὲν εἶναι κατώτερα ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ἐλισσαίου. Ὅπως ἐκεῖνοι ἐπανέφεραν στὴ ζωὴ τοὺς νεκρούς, ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς Βασίλειος μὲ τὴν προσευχὴ του ἅρπαξε ἀπὸ τὸ θάνατο τὸ παιδὶ πού ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει. Καὶ ὅπως ἐπίσης ὁ Πέτρος τὸν Ἀνανία καὶ τὴ Σαπφείρα, πού ἔκλεψαν, τοὺς θανάτωσε, ἔτσι καὶ ὁ Βασίλειος, κατέχοντας τὴ θέση τοῦ Πέτρου, καὶ συγχρόνως μετέχοντας στὴν παρρησία ἐκείνου, ἔλεγξε τὸν Οὐάλη, πού ἀθέτησε τὴν ὑπόσχεσή του, καὶ θανάτωσε τὸ γιό του. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό κυρίευσε πολλὴ λύπη καὶ ἀμηχανία τοὺς ἐλεεινοὺς καὶ ἐκεῖνο τὸν ἄπιστο βασιλιά.
Καὶ ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ διηγηθεῖ ἀντάξια τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων, πού παρουσίασε ὁ μακάριος καὶ πιστὸς Βασίλειος, μέσα στὰ ἴδια τὰ γεγονότα; Ἐπειδὴ λοιπὸν εἴμαστε ἀδύνατοι νὰ ἐξηγήσουμε τὰ τόσα πολλὰ κατορθώματα τοῦ ἄνδρα, παραλείποντας ὅλα, καὶ ἀναφέροντας ἕνα, ἂς δείξουμε πῶς καὶ τὰ ἀναίσθητα συμμαχοῦσαν μὲ τὸν ἄνδρα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ τὰ γεννήματα τῆς ὀχιᾶς μεταχειρίζονταν κάθε τρόπο νὰ φονεύσουν τὸν δίκαιο, διότι συνεχῶς πολεμοῦνταν μὲ τὰ λόγια ἐκείνου καὶ συγχρόνως μὲ τὰ θαύματά του, σὰν μὲ βέλη, προσῆλθαν στὸ βασιλιὰ ζητώντας νὰ τὸν ἁρπάξει καὶ νὰ τὸν ἐξορίσει: «Εἶναι ἀνυπόφορος, εἶπαν, ἀκόμη καὶ νὰ τὸν βλέπουμε• διότι ἐναντιώνεται πάρα πολὺ σ’ ἐμᾶς μὲ τὰ λόγια του• γι’ αὐτό εἶναι ἀδύνατο, βασιλιά, νὰ προοδεύσει ἡ δική μας πίστη, ὅσο αὐτός εἶναι παρών».
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ βασιλιὰς παρασύρθηκε ἀπὸ τὰ λόγια τους, ἀποφάσισε νὰ ἐξορισθεῖ αὐτός• ἡ γραφίδα ὅμως ἀμέσως, ἐπειδὴ δὲν ἄντεξε νὰ ὑπηρετήσει τὴν παράνομη ἀπόφαση, συντρίφθηκε ἀπὸ μόνη της, διδάσκοντας στὸν ἀνόητο πόσο μεγάλη ἀσέβεια θέλει νὰ διαπράξει στὸ δοῦλο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος κήρυττε μία θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἀποδείκνυε ἐντελῶς μὲ σοφία ὅτι εἶναι σκυλιὰ λυσσασμένα ἐκεῖνοι πού φρονοῦσαν ἡ ὁμολογοῦσαν τὴ διαίρεση. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἀντιλαμβάνονταν ὁ ἀναισθητότερος ἀπὸ τὴν ἄψυχη γραφίδα, ὁ ὁποῖος ἦταν γιὸς τῆς πλάνης, πῆρε καὶ δεύτερη γραφίδα γιὰ νὰ ὑπογράψει καὶ νὰ ἀποτελειώσει τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία του. Εἶδε ὅμως καὶ αὐτή τὴ γραφίδα νὰ θραύεται καὶ νὰ μὴ δέχεται νὰ συμμετάσχει στὸ κακὸ πού ἔσπευδε νὰ διαπράξει. «Γιατί σπεύδεις, βασιλιά, νὰ ἐξορίσεις σὲ ξένη χώρα αὐτόν πού ἔχει ἔνοικο μέσα του Ἐκεῖνον πού γεμίζει τὰ πάντα; Γιατί θέλεις νὰ ἐξοντώσεις αὐτόν πού εἶναι σέ ὅλα ἀδιάβλητος; Γιατί διώχνεις ἀπὸ τὴν πόλη τὸν οὐρανοπολίτη; Ἂν μάλιστα πάρεις καὶ τρίτη γραφίδα, θὰ τὴν δεῖς νὰ κομματιάζεται καὶ νὰ μὴ δέχεται κι αὐτή νὰ συνεργεῖ», πράγμα πού τελικά ἔγινε.
Τότε διακηρύχθηκε φανερὰ σὲ ὅλους ἡ νίκη καὶ τὸ λαμπρὸ τρόπαιο τοῦ ἀκατανίκητου ἄνδρα. Οἱ τρεῖς γραφίδες ἔγιναν ὑπερασπιστὲς αὐτοῦ πού κήρυττε τὴν ὁμοούσια Τριάδα. Τὸ χέρι ἔσπευδε νὰ βγάλει τὴν ἀπόφαση, οἱ γραφίδες ἀποδείκνυαν ὅτι αὐτή εἶναι ἄδικη. Τὸ χέρι βιαζόταν νὰ δώσει πονηρὴ ψῆφο, οἱ γραφίδες ἐμπόδιζαν τὴν ἀνωφελῆ βιασύνη. Καὶ ὅπως τὸ ραβδὶ τοῦ Μωυσῆ ντρόπιαζε ὅλους τούς γητευτὲς καὶ τοὺς ὑπόλοιπους μάγους τῆς Αἰγύπτου, ἔτσι καὶ οἱ γραφίδες κατάργησαν ἀμέσως τὴν ἀπόφαση τῶν ἀσεβῶν καὶ τῶν παιδιῶν τοῦ σκότους.
Πῶς νὰ σὲ μακαρίσουμε, πάτερ Βασίλειε, ἐσένα πού μὲ τὸ κεντρὶ τῆς ἀλήθειας κεντρίζεις καὶ διώχνεις τὴν πλάνη• ἐσένα πού ἀναχωρεῖς συνετὰ μαζὶ μὲ τὶς μέλισσες καὶ κατασκηνώνεις στὸ λιβάδι τῶν θεόπνευστων Γραφῶν, καὶ ἀπὸ κεῖ ἀνθολογεῖς γιὰ μᾶς ἄνθη προφητικά, δροσιὰ ἀποστολική, ζωὴ εὐαγγελική• ἐσένα πού διαρκῶς κάθεσαι στὶς κυψέλες τῶν ἀρετῶν, καὶ ἀπ’ αὐτές κατασκευάζεις γιὰ μᾶς τὴ θεία πρόπολη• ἐσένα πού παρήγαγες σοφά, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ μέλι τῆς θείας καὶ ἀψεγάδιαστης πίστης• ἐσένα πού μᾶς διδάσκεις νὰ καταφρονοῦμε τὶς πονηρὲς σφῆκες καὶ νὰ κατευθύνουμε τὸ πέταγμα στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό• ἐσένα πού κραύγασες ὅπως ὁ Δαβίδ, «εἶναι γλυκὰ τὰ λόγια σου στὸ λάρυγγά μου, εἶναι γλυκύτερα ἀπὸ τὸ μέλι στὸ στόμα μου»!
Πιστὲ Βασίλειε, ἔγινες δεκτὸς ὅπως ὁ Ἄβελ, μεταφέρθηκες στὸν οὐρανό ὅπως ὁ Ἐνώχ, σώθηκες ὅπως ὁ Νῶε, ὀνομάσθηκες φίλος τοῦ Θεοῦ ὅπως ὁ Ἀβραάμ, προσφέρθηκες θυσία στὸν Θεὸ ὅπως ὁ
Ἰσαάκ, ὑπέφερες πειρασμοὺς μὲ γενναιότητα ὅπως ὁ Ἰακώβ, καὶ δοξάσθηκες πολὺ ὅπως ὁ Ἰωσήφ. Βύθισες μὲ τὴ ράβδο τοῦ σταυροῦ τὸν δεύτερο Φαραώ, ὅπως ὁ Μωυσῆς, κόβοντας τὴ θάλασσα τῶν παθῶν, ἀναδείχθηκες ἀρχιερέας τοῦ Κυρίου ὅπως ὁ Ἀαρών, ἔτρεψες σὲ φυγὴ τοὺς ἐχθρούς ὅπως ὁ Ἰησοῦς ὁ γιὸς τοῦ Ναυῆ, ἀξιώθηκες νά δεχθεῖς τὴ Χάρη, ἐπειδὴ ἔδειξες ζῆλο ὅπως ὁ Φινεές, ὑψώθηκες ὅπως ὁ Σαμουήλ, διαφυλάχθηκες ὅπως ὁ Δαβίδ, ἁρπάχθηκες στὸν οὐρανό ὅπως ὁ Ἠλίας, ἀξιώθηκες διπλὴ χάρη ὅπως ὁ Ἐλισσαῖος. Καθαρίσθηκες μὲ τὴ νοητὴ φωτιὰ ὅπως ὁ Ἠσαΐας καὶ ἁγιάσθηκες ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς μητέρας σου ὅπως ὁ Ἱερεμίας. Εἶδες, ὅπως ὁ Ἰεζεκιήλ, Ἐκεῖνον πού κάθεται ἐπάνω στὰ Χερουβείμ, φίμωσες, ὅπως ὁ Δανιήλ, τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν, καὶ ὅπως οἱ Τρεῖς Παῖδες καταπάτησες ἐντελῶς τὴ φλόγα τῶν ἐχθρῶν. Κήρυξες ὅπως ὁ Πέτρος, δίδαξες ὅπως ὁ Παῦλος, ὁμολόγησες ὅπως ὁ Θωμᾶς ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Θεός, Αὐτός πού ἔπαθε γιά μᾶς. Ἐσύ θεολόγησες ὅπως ὁ Ματθαῖος, ὁ Μάρκος, ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Ἰωάννης• καὶ ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, δίδαξες τοὺς ἄνομους, ἐπέστρεψες τοὺς ἀσεβεῖς, εὐαρέστησες στὸν Θεό.
Μεσίτευε γιὰ μένα τὸν πολὺ ἐλεεινό, καὶ ἐπανάφερέ με στήν εὐθεία ὁδό μὲ τὶς πρεσβεῖες σου, πάτερ• ἐσύ ὁ ἀνδρεῖος ἐμένα τὸν χαῦνο, ὁ ἀγωνιστής τὸν ὀκνηρό, ὁ πρόθυμος τὸν ράθυμο, ὁ σοφὸς τὸν ἀνόητο• ἐσύ πού θησαύρισες γιὰ τὸν ἑαυτό σου τὸ θησαυρὸ τῶν ἀρετῶν, ἐμένα τὸν στερημένο ἀπὸ κάθε καλό• διότι ἐσένα δόξασε ὁ Πατέρας τῆς εὐσπλαχνίας, καὶ ἐσένα μακάρισε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ• ἐσένα σὲ καθιέρωσε ναὸ ἅγιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα• στὸ Ὁποῖο πρέπει ἡ δόξα, ἡ ἐξουσία, ἡ μεγαλοπρέπεια, στοὺς αἰῶνες. ‘Ἀμήν.

ΒΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Επιμελείται ο κ. Ραφαήλ Μισιαούληςφοιτητής του Τμήματος Ποιμαντικής & Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ.

Στυλιανού Παπαδόπουλου
(Πατρολογία. Ο τέταρτος αιώνας (Ανατολή και Δύση), τ. Β΄, Αθήνα 1990, σσ. 389-394)

Ο γεννήθηκε το 329 ή 330 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας σε οικογένεια πλούσιων γαιοκτημόνων ως δεύτερο τέκνο, το οποίο ακολούθησαν επτά, από τα οποία δύο έγιναν επίσκοποι, δηλαδή ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Πέτρος Σεβαστείας. Ο πατέρας του, Βασίλειος και αυτός, ήταν αξιόλογος ρητοροδιδάσκαλος στην Νεοκαισάρεια του Πόντου και η μητέρα του, Εμμέλεια, προερχόταν από σπουδαία οικογένεια Καισαρέων, που διέπρεπε στα γράμματα και τα πολιτικοστρατιωτικά αξιώματα. 
Αμέσως μετά την γέννησή του ο Βασίλειος μεταφέρθηκε στα Άννησα του Πόντου, όπου μεγάλωσε με την επίβλεψη της μητέρας του και της γιαγιάς του Μακρίνας, η οποία τον μύησε στην ευσέβεια και την Παράδοση της Εκκλησίας.
Τα πρώτα γράμματα έμαθε (335/7) από τον πατέρα του στην Νεοκαισάρεια. Το 341/3 ήρθε στην Καισάρεια για την εγκύκλια μόρφωση, όπου γνώρισε τον Γρηγόριο Θεολόγο, και περί το 346/7 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη για συμπλήρωση των σπουδών του. Ίσως μάλιστα έμεινε λίγο και στην Νικομήδεια, για ν’ ακούσει τον περίφημο ρητοροδιδάσκαλο Λιβάνιο.
Η αγάπη του για την παιδεία τον οδήγησε στην Αθήνα (350), όπου έμεινε μέχρι το 355/6  σπουδάζοντας ό,τι καλύτερο μπορούσε να δώσει ο Δ΄ αι. σ’ έναν νέο με βαθιά δίψα για γνώση και τεράστια ικανότητα προς αφομοίωση. Μεταξύ άλλων άκουσε τους περίφημους Ιμέριο και Προαιρέσιο, ο τελευταίος των οποίων υπήρξε χριστιανός-Καππαδόκης. Οι σπουδές του είχαν μεγάλο εύρος, περιλάμβαναν ακόμη και ιατρική. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα, βρέθηκε μεταξύ των προτροπών της αδελφής του Μακρίνας να γίνει μοναχός και των πιέσεων φίλων του να εργαστεί ως ρήτορας και δάσκαλος της ρητορικής. Ικανοποίησε στην Καισάρεια τους φίλους του, διδάσκοντας ρητορική και συνηγορώντας ίσως στα δικαστήρια, για το διάστημα μέχρι την άνοιξη του 357. Τότε ταξίδεψε στην Ανατολή (Συρία, Μεσοποταμία, Αίγυπτο, Παλαιστίνη), για να πραγματώσει και την δεύτερή του μαθητεία και σπουδή, στους ασκητές και στους ερημίτες αυτή τη φορά. Λίγο πριν το 358 επανήλθε στην Καισάρεια. Βαπτίστηκε, γνώρισε καλύτερα τις μοναστικές κοινότητες του Ευσταθίου Σεβαστείας και συνέταξε την πρώτη γνωστή Επιστολή του (Προς Ευστάθιον), ενώ άρχισε σιγά-σιγά να γράφει τα ασκητικά του κείμενα. Στο τέλος ακριβώς του 359 ή αρχές Ιανουαρίου του 360 συνόδεψε τον Διάνιο Καισαρείας στην σύνοδο, που έγινε στις αρχές του έτους στην Κωνσταντινούπολη, όπου συναντήθηκε και με τον Ευνόμιο. Επέστρεψε απογοητευμένος. Την άνοιξη επέλεξε ασκητήριο στον Πόντο, κοντά στον Ίρι ποταμό, όπου εγκαταστάθηκε το καλοκαίρι, αφού είχε ήδη χαρίσει και τυπικά την απέραντη κτηματική περιουσία του. Στο ασκητήριο τον επισκέφτηκε ο Γρηγόριος  Θεολόγος και έμεινε μαζί του σχεδόν ένα χρόνο.
Το 362 πήγε στην Καισάρεια για τον θάνατο του Διανίου. Τότε ο νέος επίσκοπος Καισαρείας Ευσέβιος τον χειροτόνησε, παρά την θέλησή του, πρεσβύτερο, λίγο μετά το Πάσχα. Γρήγορα όμως (τέλος 362 ή αρχές 363) ο Βασίλειος παρεξηγήθηκε από τον Ευσέβιο και επανήλθε στο ασκητήριο, μη συμφωνήσας με τους μοναχούς, που τον προέτρεπαν να προχωρήσει σε σχίσμα. Εκεί εργάστηκε για την οργάνωση μοναστικών κοινοτήτων, για την καθοδήγηση νέων που τον επισκέπτονταν, για την σύνταξη επιστολών, για τον εμπλουτισμό των «Ασκητικών» του και προπαντός για την σύνθεση (364) του σπουδαίου θεολογικού του έργου «Κατά Ευνομίου», με το οποίο κυριολεκτικά έθετε τις βάσεις της καππαδοκικής θεολογίας.
Προς το τέλος του 364 ο Βασίλειος επέστρεψε στην Καισάρεια με πρόσκληση του Ευσεβίου, που του ανέθεσε την διεύθυνση των πραγμάτων της μητροπόλεως και την άμυνα της ορθοδοξίας. Το έργο του ήταν εξαιρετικά δύσκολο, σε μια εποχή μάλιστα, κατά την οποία η Αλεξάνδρεια και η Καισάρεια ήταν οι μοναδικές δυναμικές νησίδες ορθοδοξίας. Η φήμη του Βασιλείου ξεπέρασε γρήγορα τα σύνορα της Καππαδοκίας και της Μικρασίας. Σ’ αυτό συνετέλεσε όχι μόνο το θεολογικοκηρυκτικό του έργο («Ομιλίαι εις την Εξαήμερον» κ.α.), η συμβολή του στην διαμόρφωση της Θ. Λειτουργίας, της ακολουθίας του Όρθρου και η διοργάνωση του μοναχισμού, αλλά και η τεράστια επιτυχία του στο κοινωνικό έργο που ανέλαβε, όταν ο φοβερός λιμός του 368/9 σκόρπιζε τον θάνατο στους περισσότερο πτωχούς της Καισάρειας. Οργάνωσε την περίθαλψη των αρρώστων και των πτωχών, λειτούργησε συσσίτια για τους παραπάνω και μάλιστα για τα παιδιά.
Η αυστηρή άσκηση, η υπερβολική και αδιάκοπη εργασία και το προσβλημένο συκώτι του θα τον φέρουν έκτοτε πολλές φορές στο χείλος του θανάτου.
Το 370 πέθανε ο Ευσέβιος Καισαρείας. Ο Βασίλειος ήταν πάλι άρρωστος, αλλά έκρινε ότι όφειλε να εργαστεί για να εκλεγεί μητροπολίτης Καισαρείας. Ο Γρηγόριος Θεολόγος τον απέτρεψε, αλλά εκείνος επέμενε και με την βοήθεια του γερο-Γρηγορίου Ναζιανζού, του Ευσεβίου Σαμοσάτων και λίγων ακόμη ορθοδόξων εκλέχτηκε μητροπολίτης, κατά τον Σεπτέμβριο μάλλον, παρά το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί γι’ αυτόν. Την άσκηση των καθηκόντων του ως μητροπολίτης άρχισε με δυσμενείς συνθήκες. Στην αρχή, οι αντίπαλοί του χωροεπίσκοποι και όσοι λίγο-πολύ αρειάνιζαν δεν τον αναγνώριζαν, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν ο Ευσέβιος Σαμοσάτων και ο Γρηγόριος Νανζιανζού.
Μόλις τακτοποίησε κάπως τα της μητροπόλεώς του, στράφηκε το 371 στην αντιμετώπιση των γενικότερων θεμάτων της Εκκλησίας και μάλιστα προσπάθησε να λύσει το περίφημο αντιοχειανό σχίσμα, που κρατούσε διηρημένους τους ορθοδόξους. Απευθύνθηκε, λοιπόν, στην Αντιόχεια και στους δυτικούς με γράμματα και απεσταλμένους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το έτος αυτό, κι ενώ προσπαθούσε να απαντήσει στους αδίστακτους συκοφάντες του, δέχτηκε τις πιο φοβερές πιέσεις και απειλές από τον αυτοκράτορα Ουάλη, ο οποίος επιδίωκε αναγνώριση της φιλοαρειανικής πολιτικής του. Μετά τα μέσα Δεκεμβρίου, μάλιστα, έφτασε στην Καισάρεια ο έπαρχος Μόδεστος (που είχε υποτάξει σχεδόν όλες τις μικρασιατικές Εκκλησίες στον αρειανισμό) και κάλεσε με σκαιότητα τον Βασίλειο να αλλάξει πολιτική, απειλώντας τον με δήμευση της περιουσίας του (που δεν είχε) και με θάνατο. Από την συνάντηση Μοδέστου και Βασιλείου διασώθηκε ο περίφημος και μνημειώδης για την ιστορία της Εκκλησίας διάλογός τους, τον οποίο γνωρίζουμε από τον Γρηγόριο Θεολόγο.
Ο Βασίλειος τότε φανέρωσε όλο το μεγαλείο του, αλλά οι εχθροί του δεν απογοητεύτηκαν. Τα Θεοφάνεια του 372 ο Ουάλης μπήκε στον ναό στον οποίο λειτουργούσε ο Βασίλειος με δώρα, που ο Βασίλειος δέχτηκε, όπως δέχτηκε στο ιερό και τον ίδιο τον κακόδοξο αυτοκράτορα. Λίγο μετά όμως ο Ουάλης θέλησε να εξορίσει τον Βασίλειο. Η απόφαση δεν εκτελέστηκε, γιατί στο μεταξύ ο Βασίλειος προσευχήθηκε για την σωτηρία του μικρού Γαλάτη, γιου του Ουάλη. Όταν αργότερα ο Γαλάτης πέθανε, ο Ουάλης πάλι πείστηκε από τους αρειανόφρονες αυλικούς του να υπογράψει την εξορία του Βασιλείου, αλλά στο χέρι του έσπασαν διαδοχικά τρεις «κάλαμοι», με τους οποίους θα υπέγραφε το διάταγμα. Τότε ο Ουάλης, αντί να εξορίσει τον Βασίλειο, έθεσε στην διάθεσή του κτήματα χάριν των λεπρών που φρόντιζε ο Βασίλειος.
Την άνοιξη του 372 αύξησε την πολύπλευρη δραστηριότητά του. Έτσι, παρ’ όλες τις δυσκολίες, άρχισε την ανοικοδόμηση της περίφημης Βασιλειάδας, συγκροτήματος ευαγών ιδρυμάτων. Ο ίδιος βρισκόταν πολύ συχνά στο εργοτάξιο. Το ενδιαφέρον του για τα ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα του λαού αποδεικνύεται από επιστολές του της εποχής (π.χ. Επιστολές 104, 110, 84, 86, 107-109), σύμφωνα με τις οποίες προσπαθούσε να λύσει προβλήματα εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου, ιερέων, ορφανών, αδικημένων, συγγενών και συμπατριωτών του.
Παράλληλα, εργάστηκε για τα γενικότερα προβλήματα της Εκκλησίας. Συνέχισε τις προσπάθειές του για τα γενικότερα προβλήματα της Εκκλησίας και της μητροπόλεώς του. Τότε πρότεινε και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν οι εγγύς της Ορθοδοξίας να ενώνονται με τους ορθοδόξους: να ομολογούν το Σύμβολο Νικαίας με την προσθήκη ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι κτίσμα (Επιστολές 103-104).
Τέλος Μαΐου (πιθανότατα) ο Ουάλης ανέθεσε στον Βασίλειο την λύση εκκλησιαστικών προβλημάτων στην Μικρή Αρμενία, που ανέκαθεν είχε κάποια εξάρτηση εκκλησιαστική από την Καισάρεια. Ο Βασίλειος ξεκίνησε για την Σεβάστεια, υπολογίζοντας στην βοήθεια του μητροπολίτη Νικοπόλεως Θεοδότου και στην ηθική συμπαράσταση του εξόριστου στα Γήτασα Μελετίου Αντιοχείας. Ο Θεόδοτος όμως από την μια μεριά και ο Ευστάθιος Σεβαστείας από την άλλη μετέτρεψαν την αποστολή του σε μαρτύριο.
Το φθινόπωρο κατηγορήθηκε από ένα μοναχό ότι δεν φρονεί ορθά περί του αγίου Πνεύματος. Η κατηγορία κυκλοφόρησε πολύ στην Ναζιανζό. Ο Γρηγόριος Θεολόγος ήλθε στην Καισάρεια και, καθώς πληροφορεί, άκουσε από το στόμα του Βασιλείου ότι το άγιο Πνεύμα είναι Θεός. Συμφώνησαν όμως, για λόγους τακτικής, να εφαρμοστεί «οικονομία» και να μη διαδηλώνει ο Βασίλειος την αλήθεια αυτή, αποβλέποντας στην προσέλκυση των ομοιουσιανών. Και πράγματι την ίδια εποχή ή στις αρχές του 373, προς στιγμή, έπεισε τον ομοιουσιανό Ευστάθιο Σεβαστείας να υπογράψει ορθόδοξη ομολογία, την οποία όμως αργότερα ο τελευταίος αρνήθηκε, υπακούοντας στους πολλούς και κακόβουλους οπαδούς του.
Στις αρχές του 373 έπεισαν πάλι τον Ουάλη να εξορίσει τον Βασίλειο. Την εκτέλεση όμως της αποφάσεως ματαίωσε πρόσωπο της αυλής. Περιμένοντας την εξορία του, ο Βασίλειος εργαζόταν για την ενότητα της όλης Εκκλησίας και την συνεννόηση με τους ευσταθιανούς-ομοιουσιανούς. Τότε οι τελευταίοι κυκλοφόρησαν ευρύτατα δύο κείμενα. Το ένα επιγραφόταν «Ρήματα αιρετικών» και περιείχε κακοδοξίες του Απολιναρίου και του Σαβελλίου. Το άλλο επιχειρούσε την αναίρεση του Απολιναρίου. Το πρώτο κυκλοφορούσε ανώνυμα και άφηναν να νοηθεί ότι ανήκε στον Βασίλειο. Στο δεύτερο κατηγορούσαν τον Βασίλειο ότι συμμεριζόταν τις απόψεις του Απολιναρίου, με τον οποίο τάχα βρισκόταν σε αλληλογραφία, ενώ αλήθεια ήταν μόνο ότι ο Βασίλειος είχε γράψει πριν 17 χρόνια ένα μη θεολογικό γράμμα στον Απολινάριο, όταν  ακόμα και οι δύο ήταν λαϊκοί.
Τον Ιούνιο του 373 αρρώστησε τόσο βαριά, που κυριολεκτικά έζησε για κάμποσο διάστημα μεταξύ ζωής και θανάτου. Τέλος Ιουλίου τον μετέφεραν κάπου για θερμά λουτρά, όπου έμενε ολόκληρο μήνα. Τον Σεπτέμβριο είχε συνέλθει κάπως και μπορούσε να συζητήσει με τον απεσταλμένο από την Δύση Ευάγριο, που όμως δεν έφερνε ευχάριστα νέα. Οι δυτικοί δεν βρήκαν ικανοποιητικά τα προς αυτούς γράμματα του Βασιλείου και ζητούσαν να τους δώσει και άλλες εξηγήσεις, οι οποίες να τεθούν ως βάση προς άρση του αντιοχειανού σχίσματος.
Μετά την κοίμηση του Αθανασίου (2.5.373) όλες πλέον οι τοπικές Εκκλησίες Ανατολής και Δύσεως, είτε συμφωνούσαν είτε διαφωνούσαν με τον Βασίλειο ένιωθαν ότι χωρίς αυτόν δεν μπορούσε να γίνει κάτι μόνιμο και σοβαρό. Γι’ αυτό και όλες είχαν θετικά ή αρνητικά στραμμένη την προσοχή τους στην Καισάρεια, από τον επίσκοπο της οποίας πολλές ζητούσαν βοήθεια ή και επέμβαση στα εσωτερικά τους, όπως π.χ. συνέβαινε με διάφορες μικρασιατικές Εκκλησίες. Ήδη ο Βασίλειος είχε γίνει η κατ’ εξοχήν κεφαλή της Εκκλησίας (όπως παλαιότερα ο Αθανάσιος), ο γνησιότερος εκφραστής της Παραδόσεώς της.
Το 374 συνέχισε όλες τις δραστηριότητές του. Χειροτόνησε μάλιστα επίσκοπο Ικονίου τον μαθητή του Αμφιλόχιο, με ερωτήσεις του οποίου άρχισε την σύνταξη κανόνων, λίγους μήνες μετά. Το Πάσχα αρρώστησε πάλι βαριά. Πυρετοί υψηλοί, συκώτι, νεφρά, κοιλιακές διαταραχές κ.α. του αφαιρούσαν κάθε δύναμη. Μια παρηγοριά ήταν τότε οι επιστολές του Ασχολίου Θεσσαλονίκης, μέσω του οποίου διηύρυνε την επιρροή του στον ελλαδικό χώρο. Στις 5 Σεπτεμβρίου έγινε ο εγκαινιασμός του συγκροτήματος της Βασιλειάδας. Όσο αυξάνει το κύρος του Βασιλείου, τόσο οι εχθροί του τον πολεμούν. Οργάνωσαν μάλιστα τόση τρομοκρατία στους πιστούς, ώστε και οι συμπατριώτες του Νεοκαισαρείς να αποφεύγουν να τον χαιρετίσουν, για να μην υποστούν συνέπειες από τους κρατούντες, που επηρεάζονταν από επισκόπους αρειανόφρονες και μάλιστα ευσταθιανούς. Όλο το φθινόπωρο προσπάθησε με συνάξεις επισκόπων και συμμετοχή σε συνόδους ν’ αντιδράσει στην κατάσταση αυτή.
Παράλληλα ο νέος βικάριος Πόντου, ο Δημοσθένης, δυσχέραινε πολύ το έργο του Βασιλείου ως μητροπολίτης. Παρ’ όλα αυτά ο Βασίλειος την άνοιξη τελείωσε ένα από τα σπουδαιότερα έργα του κι ένα από τα σημαντικότερα της εκκλησιαστικής γραμματείας, το «Περί του Αγίου Πνεύματος».
Την ίδια εποχή ή το καλοκαίρι (375) ανανέωσε το εγχείρημα να πείσει τους Δυτικούς γενικά και τους ιταλούς και γάλλους επισκόπους ειδικά. Ζητούσε από αυτούς να κατανοήσουν την εκκλησιαστική κατάσταση της Ανατολής, να δουν ποιοι ορθοδοξούν και να συμβάλουν στη λύση των προβλημάτων, αφ’ ενός με σύγκληση συνόδου και αφ’ ετέρου με επέμβαση στην Αντιόχεια υπέρ του Μελετίου. Το καλοκαίρι πέρασε κρίση της πολύπλευρης αρρώστιας του. Επικοινωνούσε όμως με τις Εκκλησίες, στέλνοντας και παίρνοντας γράμματα. Τότε έγραψε μία έξοχη Επιστολή (204) προς τους συμπατριώτες του Νεοκαισαρείς, προς τους οποίους, μεταξύ άλλων, εξέφρασε με ιερή τόλμη την βαθιά του αυτοσυνειδησία, ότι όποιος δεν επικοινωνεί μαζί τους αποκόπτει τον εαυτό του από την Εκκλησία.
Τέλος 375 ή αρχές 376, όταν ο Ουάλης βρισκόταν στην Αντιόχεια, οι κακόδοξοι κινήθηκαν δραστήρια κατά του Βασιλείου, τον οποίο ειδοποίησαν ότι έπρεπε να περιμένει να κληθεί σε απολογία ενώπιον του αυτοκράτορα. Φίλοι του συνέστησαν να ζητήσει μόνος τους να δώσει εξηγήσεις στον Ουάλη. Δεν το έκανε και ο Ουάλης υποχώρησε.
Τον Ιανουάριο του 376 άφησε την τελευταία του αναλαμπή ως μεγάλος θεολόγος: αντιμετώπισε το πρόβλημα της γνώσεως του Θεού, υπογραμμίζοντας, για πρώτη φορά με τόση σαφήνεια, ότι ο άνθρωπος γνωρίζει τις ενέργειες και όχι την ουσία του Θεού.
Λίγο πριν από το Πάσχα φάνηκαν οι καρποί της τακτικής και της θεολογίας του. Από την Ρώμη επέστρεψαν οι απεσταλμένοι του Δωρόθεος και Σαγκτήσιμος, φέρνοντας επιτέλους κείμενο του Ρώμης Δαμάσου, στο οποίο έλειπε η παλιά του κακόδοξη διατύπωση (ταύτιση φύσεως και υποστάσεων των θείων προσώπων). Από την στιγμή αυτή όλα εξομαλύνονται.
Μετά το Πάσχα εφοδιάζει τον Σαγκτήσιμο με γράμματα και τον αποστέλλει με οδηγίες στην Αντιόχεια και άλλες πόλεις της Ανατολής, από τους επισκόπους των οποίων ζητούσε σύμφωνη γνώμη, για να προωθήσει τα σχέδιά του προς  σύγκληση μεγάλης συνόδου, η οποία όμως συνήλθε 10 περίπου μήνες μετά την κοίμησή του. Παράλληλα, ο βικάριος Δημοσθένης είχε εκτραχυνθεί. Κατέφυγε σε διωγμούς και βιαιοπραγίες σε βάρος κληρικών που ακολουθούσαν τον Βασίλειος, συγκαλούσε παράνομες συνόδους και προέβαινε σε κάθε είδους πράξη, που θα ταπείνωνε και θα εξασθενούσε τον Βασίλειο, ελπίζοντας έτσι ότι θα τον κάμψει.
Ο χειμώνας του 376/7 και η μεγάλη σωματική του αδυναμία των ανάγκασαν να μείνει έγκλειστος. Μπορούσε όμως να θεολογεί. Έτσι, μολονότι προσπάθησε να το αποφύγει, απάντησε στα χριστολογικά προβλήματα που έθεταν οι κακοδοξίες του Απολιναρίου, έγραψε στον Διόδωρο Ταρσού περί του πώς πρέπει να συντάσσει ο χριστιανός ένα βιβλίο, μεσολάβησε στην ειρήνευση μοναχών στην Παλαιστίνη, με παράκληση του Επιφανίου Σαλαμίνας Κύπρου.
Αρχές της ανοίξεως έγραψε την περίφημη Επιστολή 263 προς τους Δυτικούς, στην οποία πρότεινε μεταξύ άλλων την καταδίκη των Απολιναρίου, Ευσταθίου Σεβαστείας και Παυλίνου (του τελευταίου οπαδού του Μαρκέλλου Αγκύρας), των οποίων ανέλυε τις κακοδοξίες. Η Δύση όμως δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Ο Δάμασος μάλιστα Ρώμης, πριν λήξει το 377, κάλεσε σύνοδο και αναγνώρισε την πέτρα σκανδάλου της Ανατολής, τον Παυλίνο, ως κανονικό επίσκοπο Αντιοχείας. Αυτό αποτέλεσε φοβερό πλήγμα για τον Βασίλειο και επιδείνωσε την ήδη κακή κατάσταση της υγείας του. Τον χειμώνα του 377/ 8 ήταν πάλι άρρωστος και γι᾽ αυτό έγκλειστος. Επικοινωνούσε μόνο με επιστολές, τι οποίες τώρα έγραφε κυρίως για να πείσει τους διστάζοντες και τους αντιτιθέμενους να δεχτούν τις θεολογικές του θέσεις και την εκκλησιαστική του τακτική, με σκοπό να ομονοήσουν οι ορθοφρονούντες.
Οι εχθροί του, κρατικοί κι εκκλησιαστικοί, συνέχισαν εντονότερα τον εναντίον του πόλεμο, ενώ εκείνος εξασθενούσε όλο και περισσότερο σωματικά. Μπορούσε να κινείται λίγο, στην πόλη της Καισάρειας μόνο. Τον Αύγουστο πέθανε ο Ουάλης. Αλλά και το τέλος του Β. πλησίαζε. Τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο έμεινε κλινήρης. Στο τέλος ακριβώς του Δεκεμβρίου, αφού χειροθέτησε τους συνεχιστές του ποιμαντικού του έργου, ψέλλισε τους λόγους "εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου" και αναπαύτηκε. Το γεγονός συγκλόνισε τον χριστιανικό κόσμο. Την 1η Ιανουαρίου 379 κηδεύτηκε με πρωτοφανείς εκδηλώσεις σεβασμού και τιμής από εχθρούς και φίλους. Την ίδια ημέρα η Εκκλησία τιμά την μνήμη του.